Anonymous

ἁλής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br />rassemblé, réuni en corps compact.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἅλις]].
|btext=ής, ές :<br />rassemblé, réuni en corps compact.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἅλις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἁλής''': -ές, Ἰων. [[λέξις]] [[ἰσοδύναμος]] τῇ Ἀττ. [[ἀθρόος]], εἰς ἓν ὅλον ἠθροισμένος, Λατ. confertus, Ἡρόδ. καὶ Ἱππ., ἢ κατὰ πληθ. ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, Ἡρόδ. 9. 15· πρβλ. 1. 196., 3. 13,
|elnltext=[[ἁλής]] -ές, Ion. [~ [[ἅλις]]<br /><b class="num">1.</b> verzameld, verenigd.<br /><b class="num">2.</b> opeengepakt.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁλής]], -ὲς (Α)<br />συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, [[αθρόος]]<br />το ουδέτερο <i>ἁλέα</i> ως επίρρ.<br />αθρόα, συγκεντρωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[τύπος]] επιθέτου, [[συνώνυμος]] με το αττ. <i>ἁθρόος</i>. Μορφολογικά το επίθ. [[είναι]] συγγενές με το αιολ. [[ἀολλής]] «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» [[καθώς]] και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. <i>αFλανέως</i>. που απαντά σε [[επιγραφή]] της Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα ([[πρβλ]]. και τον επιρρηματ. τ. του Ησυχίου [[ἀλανέως]] «ολοσχερώς»). Η μορφολογική [[συγγένεια]] τών τ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί <i>αFλανέως</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός αρχικού τ. <i>ἁ</i>-<i>Fl</i>-<i>νής</i>, απ' όπου με τη διαφορετική [[κατά]] διαλέκτους [[αντιπροσώπευση]] του <i>l</i> (του φωνηεντικού λ.) -<i>αλ</i>-, -<i>ολ</i>-, -<i>λα</i>- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί [[ἀλανέως]]. Ειδικότερα το επίθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. <i>ἁFελ</i>-<i>νὴς</i> (<i>με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] των -<i>αε</i>- σε <i>ᾶ</i>, [[αφομοίωση]] -<i>λν</i>- > <i>λλ</i> και [[απλοποίηση]]). Εξάλλου η [[κατάληξη]] –<i>νὴς</i> πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου <i>Fελ</i>-<i>νος</i> (Πρβλ. <i>ἔθ</i>-<i>νος</i>, <i>κτῆ</i>-<i>νος</i>, <i>σμῆ</i>-<i>νος</i> <b>κ.λπ.</b>). Σημειώνουμε ότι η ρ. -<i>Fελ</i> απαντά και στο ρ. [[εἴλω]] (αορ. [[ἀλῆναι]]) «[[στρίβω]], [[συμπιέζω]], ωθώ, [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και στο επίρρ. [[ἅλις]] «[[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]]». Το αρκτικό ἁ- της ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται [[συνήθως]] ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ <i>sm</i>-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση του επιθ. [[ἁλής]]. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. ([[πρβλ]]. <i>ἀλία</i> «[[συγκέντρωση]]», <i>ἀλιάσσιος</i> <b>βλ.</b> [[ἀλίασσις]]) ψιλούνται [[συνήθως]] στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η [[δασύτητα]] (<i>h</i>). Παρεκτεταμένος τ. του επιθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] και η αττ. λ. [[ἡλιαία]] (δωρ. <i>ἀλιαία</i>) «[[συγκέντρωση]] (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το <i>ἡ</i>- του [[ἡλιαία]], από [[τροπή]] του αρκτικού μακρού <i>ᾱ</i> του επιθ. <i>ἁλὴς</i> καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -<i>η</i>- (και ίσως η [[δασεία]]) [[είναι]] πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ουσ. [[ἥλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλία]], [[ἁλίζω]], [[ἡλιαία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλής:''' [ᾱ], -ές ([[εἴλω]], πρβλ. [[ἀολλής]]), Ιων. [[λέξη]] ισοδύν. με την Αττ. <i>ἀθρόας</i>, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, [[πυκνός]], [[γεμάτος]] κόσμο, συσσωρευμένος [[μεμιάς]], Λατ. [[confertus]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· [[είτε]] στον πληθ., ὡς ἁλέες [[εἴησαν]] οἱ Ἕλληνες, [[είτε]] με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη [[πᾶσα]] ἡ [[Ἑλλάς]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[[εἴλω]], cf. [[ἀολλής]]; ionic [[word]] equiv. to [[attic]] [[ἀθρόος]],]<br />[[assembled]], [[thronged]], in a [[mass]], all at [[once]], Lat. [[confertus]], Hes., Hdt.; [[either]] in plural, ὡς ἁλέες [[εἴησαν]] οἱ Ἕλληνες, or with [[collective]] nouns, ἁλὴς γενομένη [[πᾶσα]] ἡ [[Ἑλλάς]] Hdt.
|mdlsjtxt=[[εἴλω]], cf. [[ἀολλής]]; ionic [[word]] equiv. to [[attic]] [[ἀθρόος]],]<br />[[assembled]], [[thronged]], in a [[mass]], all at [[once]], Lat. [[confertus]], Hes., Hdt.; [[either]] in plural, ὡς ἁλέες [[εἴησαν]] οἱ Ἕλληνες, or with [[collective]] nouns, ἁλὴς γενομένη [[πᾶσα]] ἡ [[Ἑλλάς]] Hdt.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[ἁλής]] -ές, Ion. [~ [[ἅλις]]<br /><b class="num">1.</b> verzameld, verenigd.<br /><b class="num">2.</b> opeengepakt.
|mltxt=[[ἁλής]], -ὲς (Α)<br />συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, [[αθρόος]]<br />το ουδέτερο <i>ἁλέα</i> ως επίρρ.<br />αθρόα, συγκεντρωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[τύπος]] επιθέτου, [[συνώνυμος]] με το αττ. <i>ἁθρόος</i>. Μορφολογικά το επίθ. [[είναι]] συγγενές με το αιολ. [[ἀολλής]] «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» [[καθώς]] και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. <i>αFλανέως</i>. που απαντά σε [[επιγραφή]] της Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα ([[πρβλ]]. και τον επιρρηματ. τ. του Ησυχίου [[ἀλανέως]] «ολοσχερώς»). Η μορφολογική [[συγγένεια]] τών τ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί <i>αFλανέως</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός αρχικού τ. <i>ἁ</i>-<i>Fl</i>-<i>νής</i>, απ' όπου με τη διαφορετική [[κατά]] διαλέκτους [[αντιπροσώπευση]] του <i>l</i> (του φωνηεντικού λ.) -<i>αλ</i>-, -<i>ολ</i>-, -<i>λα</i>- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί [[ἀλανέως]]. Ειδικότερα το επίθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. <i>ἁFελ</i>-<i>νὴς</i> (<i>με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] των -<i>αε</i>- σε <i>ᾶ</i>, [[αφομοίωση]] -<i>λν</i>- > <i>λλ</i> και [[απλοποίηση]]). Εξάλλου η [[κατάληξη]] –<i>νὴς</i> πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου <i>Fελ</i>-<i>νος</i> (Πρβλ. <i>ἔθ</i>-<i>νος</i>, <i>κτῆ</i>-<i>νος</i>, <i>σμῆ</i>-<i>νος</i> <b>κ.λπ.</b>). Σημειώνουμε ότι η ρ. -<i>Fελ</i> απαντά και στο ρ. [[εἴλω]] (αορ. [[ἀλῆναι]]) «[[στρίβω]], [[συμπιέζω]], ωθώ, [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και στο επίρρ. [[ἅλις]] «[[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]]». Το αρκτικό ἁ- της ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται [[συνήθως]] ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ <i>sm</i>-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση του επιθ. [[ἁλής]]. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. ([[πρβλ]]. <i>ἀλία</i> «[[συγκέντρωση]]», <i>ἀλιάσσιος</i> <b>βλ.</b> [[ἀλίασσις]]) ψιλούνται [[συνήθως]] στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η [[δασύτητα]] (<i>h</i>). Παρεκτεταμένος τ. του επιθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] και η αττ. λ. [[ἡλιαία]] (δωρ. <i>ἀλιαία</i>) «[[συγκέντρωση]] (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το <i>ἡ</i>- του [[ἡλιαία]], από [[τροπή]] του αρκτικού μακρού <i>ᾱ</i> του επιθ. <i>ἁλὴς</i> καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -<i>η</i>- (και ίσως η [[δασεία]]) [[είναι]] πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ουσ. [[ἥλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλία]], [[ἁλίζω]], [[ἡλιαία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλής:''' [ᾱ], -ές ([[εἴλω]], πρβλ. [[ἀολλής]]), Ιων. [[λέξη]] ισοδύν. με την Αττ. <i>ἀθρόας</i>, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, [[πυκνός]], [[γεμάτος]] κόσμο, συσσωρευμένος [[μεμιάς]], Λατ. [[confertus]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· [[είτε]] στον πληθ., ὡς ἁλέες [[εἴησαν]] οἱ Ἕλληνες, [[είτε]] με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη [[πᾶσα]] ἡ [[Ἑλλάς]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''ἁλής''': -ές, Ἰων. [[λέξις]] [[ἰσοδύναμος]] τῇ Ἀττ. [[ἀθρόος]], εἰς ἓν ὅλον ἠθροισμένος, Λατ. confertus, Ἡρόδ. καὶ Ἱππ., ἢ κατὰ πληθ. ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, Ἡρόδ. 9. 15· πρβλ. 1. 196., 3. 13,
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἁλής''': (ἀ̄λής)<br />{hālḗs}<br />'''Meaning''': [[versammelt]], [[zusammengedrängt]] (ion.).<br />'''Derivative''': Denominatives Verb [[ἁλίζω]] [[versammeln]] (ion. poet.). Abstraktbildung [[ἁλίη]], dor. ἀλία ‘(Volks)versammlung’. Erweiterte Form dor. ἀλιαία ib., att. [[ἡλιαία]] ‘Versammlung (der Richter), Volksgericht, Gerichtshof’ (zum Anlaut vgl. unten). — Davon [[ἡλιάζομαι]] [[in der [[ἡλιαία]] sitzen]] (Ar.) mit [[ἡλιαστής]] (dor. ἀλ-) [[Volksrichter]], falls nicht direkt vom Nomen nach Muster von [[δικαστής]] (von [[δικάζω]], aber auch auf [[δίκη]] bezüglich) u. a.; Adj. [[ἡλιαστικός]]. — Nomina actionis: [[ἡλίασις]] [[das Sitzen im Volksgericht]], [[Gerichtsamt]] (att.), ἁλίασσις (Tegea) [[Versammlung]]; [[ἁλίασμα]] Bed. unklar (Gela). Ein urspr. Nomen agentis ist ἁλιακτήρ· [[τόπος]] ἐν ᾧ ἁθροίζονται οἱ Σικελοί H., viell. eig. Heroenname, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 161. — Zu [[ἁλία]] auch der Monatsname [[Ἁλιαῖος]] (Dreros).<br />'''Etymology''': In derselben Bedeutung wie [[ἁλής]] findet sich im Äolischen [[ἀολλής]] (s. d.). Falls ursprünglich identisch, müssen [[ἁλής]] auf *ἁϝαλνής und [[ἀολλής]] auf *ἀϝολνής zurückgeführt werden; zum Lautlichen Schwyzer 283. Zugrunde liegt dann ein Substantiv *ϝέλνος, wozu *ἁϝαλνής und *ἀϝολνής (mit α copulativum) die Schwundstufe (idg. ''l̥'') darstellen; eventuell kann diese Schwundstufe auch in das Substantiv eingedrungen sein. Eine andere Form der Schwundstufe liegt wahrscheinlich vor in [[ἀλανέως]]· [[ὁλοσχερῶς]] [[Ταραντῖνοι]] H. und in αϝλανεως Bed. unsicher (Elis). Hochstufe vielleicht erhalten in [[ἀελλής]]; vgl. indessen s. [[ἄελλα]]. — Das anlautende ἡ- in att. [[ἡλιαία]] usw. kann nur als falsche Ionisierung eines dorischen (argivischen) Lehnwortes verstanden werden, vielleicht im Anschluß an [[ἥλιος]]; s. Ed. Meyer Philol. 48, 187. — Das Substantiv *ϝέλνος [[Gedränge]], [[Menge]], mit demselben Suffix wie [[ἔθνος]], [[σμῆνος]] usw. gebildet (Chantraine Formation 420), gehört zu [[εἴλω]], s. d. Vgl. [[ἅλις]], [[ἀολλής]]. WP. 1, 295f. m. Lit., besonders Solmsen Unt. 285ff.<br />'''Page''' 1,71-72
|ftr='''ἁλής''': (ἀ̄λής)<br />{hālḗs}<br />'''Meaning''': [[versammelt]], [[zusammengedrängt]] (ion.).<br />'''Derivative''': Denominatives Verb [[ἁλίζω]] [[versammeln]] (ion. poet.). Abstraktbildung [[ἁλίη]], dor. ἀλία ‘(Volks)versammlung’. Erweiterte Form dor. ἀλιαία ib., att. [[ἡλιαία]] ‘Versammlung (der Richter), Volksgericht, Gerichtshof’ (zum Anlaut vgl. unten). — Davon [[ἡλιάζομαι]] [[in der [[ἡλιαία]] sitzen]] (Ar.) mit [[ἡλιαστής]] (dor. ἀλ-) [[Volksrichter]], falls nicht direkt vom Nomen nach Muster von [[δικαστής]] (von [[δικάζω]], aber auch auf [[δίκη]] bezüglich) u. a.; Adj. [[ἡλιαστικός]]. — Nomina actionis: [[ἡλίασις]] [[das Sitzen im Volksgericht]], [[Gerichtsamt]] (att.), ἁλίασσις (Tegea) [[Versammlung]]; [[ἁλίασμα]] Bed. unklar (Gela). Ein urspr. Nomen agentis ist ἁλιακτήρ· [[τόπος]] ἐν ᾧ ἁθροίζονται οἱ Σικελοί H., viell. eig. Heroenname, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 161. — Zu [[ἁλία]] auch der Monatsname [[Ἁλιαῖος]] (Dreros).<br />'''Etymology''': In derselben Bedeutung wie [[ἁλής]] findet sich im Äolischen [[ἀολλής]] (s. d.). Falls ursprünglich identisch, müssen [[ἁλής]] auf *ἁϝαλνής und [[ἀολλής]] auf *ἀϝολνής zurückgeführt werden; zum Lautlichen Schwyzer 283. Zugrunde liegt dann ein Substantiv *ϝέλνος, wozu *ἁϝαλνής und *ἀϝολνής (mit α copulativum) die Schwundstufe (idg. ''l̥'') darstellen; eventuell kann diese Schwundstufe auch in das Substantiv eingedrungen sein. Eine andere Form der Schwundstufe liegt wahrscheinlich vor in [[ἀλανέως]]· [[ὁλοσχερῶς]] [[Ταραντῖνοι]] H. und in αϝλανεως Bed. unsicher (Elis). Hochstufe vielleicht erhalten in [[ἀελλής]]; vgl. indessen s. [[ἄελλα]]. — Das anlautende ἡ- in att. [[ἡλιαία]] usw. kann nur als falsche Ionisierung eines dorischen (argivischen) Lehnwortes verstanden werden, vielleicht im Anschluß an [[ἥλιος]]; s. Ed. Meyer Philol. 48, 187. — Das Substantiv *ϝέλνος [[Gedränge]], [[Menge]], mit demselben Suffix wie [[ἔθνος]], [[σμῆνος]] usw. gebildet (Chantraine Formation 420), gehört zu [[εἴλω]], s. d. Vgl. [[ἅλις]], [[ἀολλής]]. WP. 1, 295f. m. Lit., besonders Solmsen Unt. 285ff.<br />'''Page''' 1,71-72
}}
}}