Anonymous

ἀλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>impf.</i> [[ἠλώμην]], <i>f.</i> inus., <i>ao.</i> [[ἠλήθην]], <i>pf. au sens prés.</i> [[ἀλάλημαι]];<br /><b>1</b> errer çà et là, être errant, vagabond : γῆν SOPH par une terre (lointaine) ; ἀλ. ἔκ τινος SOPH errer banni par qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> avoir l'esprit agité, être perplexe.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
|btext=<i>impf.</i> [[ἠλώμην]], <i>f.</i> inus., <i>ao.</i> [[ἠλήθην]], <i>pf. au sens prés.</i> [[ἀλάλημαι]];<br /><b>1</b> errer çà et là, être errant, vagabond : γῆν SOPH par une terre (lointaine) ; ἀλ. ἔκ τινος SOPH errer banni par qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> avoir l'esprit agité, être perplexe.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀλάομαι''': [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. [[ἀλόω]] (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. [[ἠλώμην]], Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. [[ἀλάλημαι]]: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος [[τύπος]]), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις [[δύστηνος]] ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος [[νηλίπους]] τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι [[ἐξόριστος]], ὡς τὸ φεύγειν, [[αὐτόθι]] 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ [[σέθεν]] δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ [[αἴτιος]] ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― [[συχνάκις]] μετὰ προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ [[πεδίον]]... [[οἶος]] ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... [[ἀλόω]] κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. [[πλανάω]] ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ [[νοῦς]] μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.
|elnltext=[[ἀλάομαι]], ep. 3 plur. [[ἀλόωνται]], ep. imperat. 2 sing. [[ἀλόω]], ep. imperf. 3 sing. [[ἀλᾶτο]]; aor. ep. pass. [[ἀλήθην]], Dor. ptc. ἀλᾱθείς; perf. ep. poët. [[ἀλάλημαι]], ep. poët. plqperf. 3 sing. ἀλάλητο, 3 plur. ἀλάληντο<br /><b class="num">1.</b> (rond)zwerven, (rond)dwalen; met prep.:; ἀνὰ στρατόν door het legerkamp Il. 10.141; κατὰ πόντον over de zee Od. 5.377; ἐπὶ ἄστεα van stad tot stad Od. 15.492; γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις bij de verste grenzen van de aarde Aeschl. PV 666; met acc. door, over;: ἤ τιν’ ἀπίαν γᾶν ἢ πόντιον [[κλύδων]]’ ἀλώμεναι zwervend door een ver land of over de golven van de zee Soph. OC 1686; pregn. in ballingschap leven.<br /><b class="num">2.</b> overdr. in onzekerheid verkeren, in het duister tasten.<br /><b class="num">3.</b> ver verwijderd zijn van, met gen.: ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας (wie ongelukkig geworden is) is in zijn geest ver verwijderd van zijn vroegere geluk Eur. Tr. 640.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλάομαι:''' (aor. [[ἠλήθην]], pf. в знач. praes. [[ἀλάλημαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[блуждать]], [[странствовать]], [[скитаться]] (κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὶ ξένης χώρας Soph. или ἐπὶ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.): [[ἔδεισα]] μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях;<br /><b class="num">2)</b> [[проходить в своих странствиях]] (ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; [[οὔρεα]] καὶ δρυμούς Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[быть изгнанным]] (ἔκ τινος Soph.): ἀλᾶσθαι μετὰ τὸν φόνον τινός Thuc. быть изгнанным вследствие убийства кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[оказаться лишенным]] (εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[заблуждаться]], [[быть в неведении]]: [[ἴσμεν]] οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα Soph. мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">wander, roam; be banished</b> (Il.).<br />Other forms: aor. [[ἀλήθην]] (Hom.), pf. [[ἀλάλησθαι]], [[ἀλαλήμενος]] (Hom.) with present meaning, cf. the accent, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f., Chantr. Gr. Hom. 190. Late is [[ἀλαίνω]] (s. Schwyzer 733).<br />Derivatives: [[ἄλη]] (Od.); [[ἀλήτης]] m.`wanderer, rover; vagrant' (Od.); [[ἀλήμων]] [[roving]] (Od.). On <b class="b3">ἀλήτωρ ἱερεύς</b> Masson, Rev. de phil. 3. sér. 37, 1963, 214-218.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [27] <b class="b2">*h₂el-</b> [[wander about]]<br />Etymology: [[ἀλάομαι]] is an old intensive in <b class="b3">-άομαι</b>, which can be compared with Latv. [[aluôt]] [[wander about]]. Further perhaps to Lat. [[ambulo]].<br />See also: Cf. 2. [[ἀλέα]], [[ἀλύω]], [[ἠλάσκω]], [[ἅλιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄλη,] [cf. [[ἀλάλημαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[wander]], [[stray]] or [[roam]] [[about]], Hom., etc.: to [[wander]] from [[home]], be [[banished]], Soph.; c. acc. loci, ἀλ. γῆν to [[wander]] [[over]] the [[land]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. to [[wander]] [[away]] from, [[cease]] to [[enjoy]], εὐφροσύνας Pind.; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[wander]] in [[mind]], be [[distraught]], Soph.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 40:
|lsmtext='''ἀλάομαι:''' [ᾰλ], Επικ. γʹ πληθ. [[ἀλόωνται]], Επικ. προστ. [[ἀλόω]]· παρατ. [[ἠλώμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἀλᾱτο</i>· μέλ. <i>ἀλήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ [[ἀλήθην]], Δωρ. μτχ. <i>ἀλᾱθείς</i>· πρβλ. [[ἀλάλημαι]] — Παθ. ([[ἄλη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανιέμαι, παραπλανώμαι, [[ξεστρατίζω]] ή περιφέρομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιπλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], είμαι [[εξόριστος]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, <i>ἀλ. γῆν</i>, περιπλανιέμαι στην [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., περιπλανιέμαι [[μακριά]] από, [[σταματώ]], [[παύω]], [[διακόπτω]], χάνω την [[ευχαρίστηση]], <i>εὐφροσύνας</i>, σε Πίνδ.· <i>τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τριγυρίζει ο [[νους]] μου, είμαι αναστατωμένος, [[αλλόφρων]], [[έξαλλος]] από [[ανησυχία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀλάομαι:''' [ᾰλ], Επικ. γʹ πληθ. [[ἀλόωνται]], Επικ. προστ. [[ἀλόω]]· παρατ. [[ἠλώμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἀλᾱτο</i>· μέλ. <i>ἀλήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ [[ἀλήθην]], Δωρ. μτχ. <i>ἀλᾱθείς</i>· πρβλ. [[ἀλάλημαι]] — Παθ. ([[ἄλη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανιέμαι, παραπλανώμαι, [[ξεστρατίζω]] ή περιφέρομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιπλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], είμαι [[εξόριστος]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, <i>ἀλ. γῆν</i>, περιπλανιέμαι στην [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., περιπλανιέμαι [[μακριά]] από, [[σταματώ]], [[παύω]], [[διακόπτω]], χάνω την [[ευχαρίστηση]], <i>εὐφροσύνας</i>, σε Πίνδ.· <i>τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τριγυρίζει ο [[νους]] μου, είμαι αναστατωμένος, [[αλλόφρων]], [[έξαλλος]] από [[ανησυχία]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀλάομαι:''' (aor. [[ἠλήθην]], pf. в знач. praes. [[ἀλάλημαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[блуждать]], [[странствовать]], [[скитаться]] (κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὶ ξένης χώρας Soph. или ἐπὶ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.): [[ἔδεισα]] μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях;<br /><b class="num">2)</b> [[проходить в своих странствиях]] (ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; [[οὔρεα]] καὶ δρυμούς Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[быть изгнанным]] (ἔκ τινος Soph.): ἀλᾶσθαι μετὰ τὸν φόνον τινός Thuc. быть изгнанным вследствие убийства кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> [[оказаться лишенным]] (εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[заблуждаться]], [[быть в неведении]]: [[ἴσμεν]] οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα Soph. мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем.
|lstext='''ἀλάομαι''': [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. [[ἀλόω]] (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. [[ἠλώμην]], Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. [[ἀλάλημαι]]: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος [[τύπος]]), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις [[δύστηνος]] ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος [[νηλίπους]] τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι [[ἐξόριστος]], ὡς τὸ φεύγειν, [[αὐτόθι]] 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ [[σέθεν]] δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ [[αἴτιος]] ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― [[συχνάκις]] μετὰ προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ [[πεδίον]]... [[οἶος]] ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... [[ἀλόω]] κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. [[πλανάω]] ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ [[νοῦς]] μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">wander, roam; be banished</b> (Il.).<br />Other forms: aor. [[ἀλήθην]] (Hom.), pf. [[ἀλάλησθαι]], [[ἀλαλήμενος]] (Hom.) with present meaning, cf. the accent, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f., Chantr. Gr. Hom. 190. Late is [[ἀλαίνω]] (s. Schwyzer 733).<br />Derivatives: [[ἄλη]] (Od.); [[ἀλήτης]] m.`wanderer, rover; vagrant' (Od.); [[ἀλήμων]] [[roving]] (Od.). On <b class="b3">ἀλήτωρ ἱερεύς</b> Masson, Rev. de phil. 3. sér. 37, 1963, 214-218.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [27] <b class="b2">*h₂el-</b> [[wander about]]<br />Etymology: [[ἀλάομαι]] is an old intensive in <b class="b3">-άομαι</b>, which can be compared with Latv. [[aluôt]] [[wander about]]. Further perhaps to Lat. [[ambulo]].<br />See also: Cf. 2. [[ἀλέα]], [[ἀλύω]], [[ἠλάσκω]], [[ἅλιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄλη,] [cf. [[ἀλάλημαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[wander]], [[stray]] or [[roam]] [[about]], Hom., etc.: to [[wander]] from [[home]], be [[banished]], Soph.; c. acc. loci, ἀλ. γῆν to [[wander]] [[over]] the [[land]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. to [[wander]] [[away]] from, [[cease]] to [[enjoy]], εὐφροσύνας Pind.; τῆς πάροιθ' εὐπραξίας Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[wander]] in [[mind]], be [[distraught]], Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλάομαι]], ep. 3 plur. [[ἀλόωνται]], ep. imperat. 2 sing. [[ἀλόω]], ep. imperf. 3 sing. [[ἀλᾶτο]]; aor. ep. pass. [[ἀλήθην]], Dor. ptc. ἀλᾱθείς; perf. ep. poët. [[ἀλάλημαι]], ep. poët. plqperf. 3 sing. ἀλάλητο, 3 plur. ἀλάληντο<br /><b class="num">1.</b> (rond)zwerven, (rond)dwalen; met prep.:; ἀνὰ στρατόν door het legerkamp Il. 10.141; κατὰ πόντον over de zee Od. 5.377; ἐπὶ ἄστεα van stad tot stad Od. 15.492; γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὅροις bij de verste grenzen van de aarde Aeschl. PV 666; met acc. door, over;: ἤ τιν’ ἀπίαν γᾶν ἢ πόντιον [[κλύδων]]’ ἀλώμεναι zwervend door een ver land of over de golven van de zee Soph. OC 1686; pregn. in ballingschap leven.<br /><b class="num">2.</b> overdr. in onzekerheid verkeren, in het duister tasten.<br /><b class="num">3.</b> ver verwijderd zijn van, met gen.: ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας (wie ongelukkig geworden is) is in zijn geest ver verwijderd van zijn vroegere geluk Eur. Tr. 640.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀλάομαι''': {aláomai}<br />'''Forms''': Aor. [[ἀλήθην]] (vorw. ep. und poet.). Daneben die indefiniten Perfektformen ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος (fast nur Hom.), beide mit Präsensbedeutung, womit der unregelmaßige Akzent zusammenzuhängen scheint, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f. Eine Umbildung von [[ἀλάομαι]] ist [[ἀλαίνω]] (vgl. Schwyzer 733).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[umherirren]], [[umherschweifen]], [[in der Verbannung leben]],<br />'''Derivative''': Postverbales Nomen: [[ἄλη]] (Od., Hp., Trag., späte Prosa); daraus erweitert [[ἀλεία]] (''AB'', H.). — Nomen agentis: [[ἀλήτης]] m., auch Adj., dor. [[ἀλάτας]], auch EN, vgl. Björck Alpha impurum 165, [[ἀλῆτις]], -ιδος f. [[Bettler]], [[Flüchtling]]; [[umherirrend]] (Od., Hdt., Trag. usw.) mit [[ἀλητικός]] (D. Chr.). Von [[ἀλήτης]] das denominative [[ἀλητεύω]] ‘(als Bettler od. Flüchtling) umherirren’, davon [[ἀλητεία]], ἀλατεία (A., E. in lyr., späte Prosa). Neben [[ἀλήτης]] vereinzelt [[ἀλητήρ]] als Name eines Tanzes (Arristox.), dazu bei H. [[ἀλήτωρ]]· [[ἱερεύς]], wohl eig. "Bettelpriester". — Von [[ἀλάομαι]] auch [[ἀλήμων]] [[umherschweifend]] (Od., ''AP'') mit [[ἀλημοσύνη]] (Man. u. a.). — Nomina actionis: [[ἀλητύς]] [[das Umherirren]] (Kall., Man.), vgl. Chantraine Formation 291; [[ἄλημα]]· [[ὁδοιπορία]] H. — Aus der reduplizierten Form stammt die ganz besondere Bildung ἀλάλαγξ· ἡ [[πλάνη]] H., nach Leumann Hom. Wörter 211 auch ἀλαλητῳ̃ Π 78, was etwas zweifelhaft scheint, vgl. s. [[ἀλαλά]].<br />'''Etymology''': [[ἀλάομαι]] ist ein altes Intensivum auf -άομαι, das in lett. ''aluôt'' [[umherirren]] sein nächstes Gegenstück hat (Fick BB 2, 264). Ob auch lat. ''ambulo'' hierhergehört, ist strittig, s. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. v. Vgl. 2. [[ἀλέα]], [[ἀλύω]], [[ἠλάσκω]], [[ἅλιος]].<br />'''Page''' 1,63-64
|ftr='''ἀλάομαι''': {aláomai}<br />'''Forms''': Aor. [[ἀλήθην]] (vorw. ep. und poet.). Daneben die indefiniten Perfektformen ἀλάλησθαι, ἀλαλήμενος (fast nur Hom.), beide mit Präsensbedeutung, womit der unregelmaßige Akzent zusammenzuhängen scheint, s. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 117f. Eine Umbildung von [[ἀλάομαι]] ist [[ἀλαίνω]] (vgl. Schwyzer 733).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[umherirren]], [[umherschweifen]], [[in der Verbannung leben]],<br />'''Derivative''': Postverbales Nomen: [[ἄλη]] (Od., Hp., Trag., späte Prosa); daraus erweitert [[ἀλεία]] (''AB'', H.). — Nomen agentis: [[ἀλήτης]] m., auch Adj., dor. [[ἀλάτας]], auch EN, vgl. Björck Alpha impurum 165, [[ἀλῆτις]], -ιδος f. [[Bettler]], [[Flüchtling]]; [[umherirrend]] (Od., Hdt., Trag. usw.) mit [[ἀλητικός]] (D. Chr.). Von [[ἀλήτης]] das denominative [[ἀλητεύω]] ‘(als Bettler od. Flüchtling) umherirren’, davon [[ἀλητεία]], ἀλατεία (A., E. in lyr., späte Prosa). Neben [[ἀλήτης]] vereinzelt [[ἀλητήρ]] als Name eines Tanzes (Arristox.), dazu bei H. [[ἀλήτωρ]]· [[ἱερεύς]], wohl eig. "Bettelpriester". — Von [[ἀλάομαι]] auch [[ἀλήμων]] [[umherschweifend]] (Od., ''AP'') mit [[ἀλημοσύνη]] (Man. u. a.). — Nomina actionis: [[ἀλητύς]] [[das Umherirren]] (Kall., Man.), vgl. Chantraine Formation 291; [[ἄλημα]]· [[ὁδοιπορία]] H. — Aus der reduplizierten Form stammt die ganz besondere Bildung ἀλάλαγξ· ἡ [[πλάνη]] H., nach Leumann Hom. Wörter 211 auch ἀλαλητῳ̃ Π 78, was etwas zweifelhaft scheint, vgl. s. [[ἀλαλά]].<br />'''Etymology''': [[ἀλάομαι]] ist ein altes Intensivum auf -άομαι, das in lett. ''aluôt'' [[umherirren]] sein nächstes Gegenstück hat (Fick BB 2, 264). Ob auch lat. ''ambulo'' hierhergehört, ist strittig, s. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. v. Vgl. 2. [[ἀλέα]], [[ἀλύω]], [[ἠλάσκω]], [[ἅλιος]].<br />'''Page''' 1,63-64
}}
}}