3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> se donne un faux nom.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ὄνομα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> se donne un faux nom.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψευδώνυμος -ον [ψευδής, ὄνομα] met valse naam, ten onrechte... genoemd. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδώνῠμος:''' [[ложно именуемый]] ([[φιλόσοφος]], τιμαί Plut.; [[γνῶσις]] NT): Ὑβριστὴς ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. река, недаром называющаяся Гибристом («[[Яростной]]»). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''ψευδώνῠμος:''' -ον ([[ὄνομα]]), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, [[ψευδώς]] ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ. | |lsmtext='''ψευδώνῠμος:''' -ον ([[ὄνομα]]), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, [[ψευδώς]] ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψευδώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων ψευδὲς ἢ πλαστὸν [[ὄνομα]], ψευδῶς ὀνομασθείς, Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· πανδίκως ψ. ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 670· πρβλ. Π. παράρτ. 305· ψ. θεοὶ Φίλων 2. 161· ψ. [[γνῶσις]] Α΄ ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Ϛ΄, 25· [[φιλόσοφος]] ψ. Πλούτ. 2. 220C· [[φιλοσοφία]] Ἰουστῖν. Μάρτ. 33Α. Ἐπίρρ. -μως, μὲ ψευδὲς [[ὄνομα]], ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 85. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |