Anonymous

ἄλευρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (τό) :<br />farine de froment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
|btext=ου (τό) :<br />farine de froment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἄλευρον''': [ᾰ], τό, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄλευρα ([[ἀλέω]]), = τοῦ Ὁμήρ. τὸ ἀλείατα = ἄλευρα ἐκ σίτου, διακρινόμενα ἀπὸ τὰ ἄλφιτα, Ἡρόδ. 7. 119˙ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενος, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, Πλάτ. Πολ. 372Β˙ πρβλ. Νόμ. 849C, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37: ― καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 141, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24, Ἀριστ. Προβλ. 21. 1. 2) [[καθόλου]], [[ἄλευρον]] ἐκ παντὸς σιτηροῦ, ἄλ. κρίθινον, Διοσκ. 1. 94, κτλ.
|elnltext=[[ἄλευρον]] -ου, τό [[ἀλέω]] [[tarwemeel]]; alg. [[meel]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλευρον:''' (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[мука]] (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλέω]]<br />[[wheaten]] [[flour]], [[distinguished]] from ἄλφιτα ([[barley]]-[[meal]]), Hdt., etc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 37:
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἄλευρον:''' () τό<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[мука]] (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.).
|lstext='''ἄλευρον''': [ᾰ], τό, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄλευρα ([[ἀλέω]]), = τοῦ Ὁμήρ. τὸ ἀλείατα = ἄλευρα ἐκ σίτου, διακρινόμενα ἀπὸ τὰ ἄλφιτα, Ἡρόδ. 7. 119˙ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενος, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, Πλάτ. Πολ. 372Β˙ πρβλ. Νόμ. 849C, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37: ― καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 141, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24, Ἀριστ. Προβλ. 21. 1. 2) [[καθόλου]], [[ἄλευρον]] ἐκ παντὸς σιτηροῦ, ἄλ. κρίθινον, Διοσκ. 1. 94, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλέω]]<br />[[wheaten]] [[flour]], [[distinguished]] from ἄλφιτα ([[barley]]-[[meal]]), Hdt., etc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄλευρον]] -ου, τό [[ἀλέω]] [[tarwemeel]]; alg. [[meel]].
}}
}}
{{grml
{{grml