Anonymous

κηλίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κηλίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[κηλίδα]], [[λεκές]], [[βεβήλωση]], [[κηλίδωση]], ατίμαση, [[ιδίως]], λέγεται για το [[αίμα]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ψεγάδι]], [[ατέλεια]], [[ελάττωμα]], [[ατίμωση]], σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κηλίς:''' [ῑ], -ῖδος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[κηλίδα]], [[λεκές]], [[βεβήλωση]], [[κηλίδωση]], ατίμαση, [[ιδίως]], λέγεται για το [[αίμα]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ψεγάδι]], [[ατέλεια]], [[ελάττωμα]], [[ατίμωση]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ [[κηλὶς]] [[εἶναι]] τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· [[ἀτιμία]], αἰσχρὰ [[τιμωρία]], [[θεία]] [[κηλὶς]] προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται [[αὐτόθι]] 43, (ἴδε εν λέξ. [[κελαινός]]).
|elnltext=κηλίς -ῖδος, ἡ vlek, vaak bloedvlek; overdr. schandvlek:. τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμήν toen ik bekend had gemaakt dat zo’n grote schandvlek op mij rustte Soph. OT 1384.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κηλίς:''' ῖδος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пятно]] (ἐν ἱματίῳ Arst.; τοῦ σώματος Plut.): κάρᾳ κηλῖδας [[ἐκμάξαι]] Soph. стереть с головы пятна (крови);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[пятно]], [[позор]], [[бесчестие]] (συμφορᾶς Soph.): κ. [[μητροκτόνος]] Eur. позор матереубийства;<br /><b class="num">3)</b> [[мор]], [[погибель]] (κηλῖδες βροτοφθόροι Aesch.).
|elrutext='''κηλίς:''' ῖδος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пятно]] (ἐν ἱματίῳ Arst.; τοῦ σώματος Plut.): κάρᾳ κηλῖδας [[ἐκμάξαι]] Soph. стереть с головы пятна (крови);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[пятно]], [[позор]], [[бесчестие]] (συμφορᾶς Soph.): κ. [[μητροκτόνος]] Eur. позор матереубийства;<br /><b class="num">3)</b> [[мор]], [[погибель]] (κηλῖδες βροτοφθόροι Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κηλίς -ῖδος, ἡ vlek, vaak bloedvlek; overdr. schandvlek:. τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμήν toen ik bekend had gemaakt dat zo’n grote schandvlek op mij rustte Soph. OT 1384.
|lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ [[κηλὶς]] [[εἶναι]] τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· [[ἀτιμία]], αἰσχρὰ [[τιμωρία]], [[θεία]] [[κηλὶς]] προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται [[αὐτόθι]] 43, (ἴδε εν λέξ. [[κελαινός]]).
}}
}}
{{etym
{{etym