Anonymous

σύμφυσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, das Zusammenwachsen, Verwachsen, Plat. Tim. 77 d; übh. Zusammenhang, Verbindung, Arist. u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμφῠσις''': , ([[συμφύω]]) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ [[συνένωσις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, [[ἐπειδὴ]] σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· [[ἔντερον]] συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, [[αὐτόθι]] 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[αὐτόθι]] 1. 7.
|elnltext=σύμφυσις -εως, ἡ [συμφύω] samengroeiing, vergroeiing. geneesk., de vaste verbinding van twee beenderen door kraakbeen, m. n. gebruikt van de schaambeenvoeg: natuurlijke verbinding, symfyse. Hp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύμφῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сращенность]] (τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σαρκός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[непрерывность]]: διαφέρει σ. [[ἁφῆς]] Arst. непрерывность отличается от (простого) соприкосновения.
|elrutext='''σύμφῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сращенность]] (τοῦ δέρματος καὶ τοῦ σαρκός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[непрерывность]]: διαφέρει σ. [[ἁφῆς]] Arst. непрерывность отличается от (простого) соприкосновения.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σύμφυσις -εως, [συμφύω] samengroeiing, vergroeiing. geneesk., de vaste verbinding van twee beenderen door kraakbeen, m. n. gebruikt van de schaambeenvoeg: natuurlijke verbinding, symfyse. Hp.
|lstext='''σύμφῠσις''': ἡ, ([[συμφύω]]) τὸ συμφύεσθαι τὸ συναυξάνεσθαι, φυσικὴ [[συνένωσις]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, περὶ Ἄρθρ. 800· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφή, [[ἐπειδὴ]] σημαίνει οὐχὶ τὴν ἁπλῆν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα ἐπαφὴν ἀλλὰ συνέχειαν οὐσίας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 4, 2, πρβλ. 10. 12., 15, Φυσ. 5. 3, 9· σ. ὀστῶν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 11· [[οὕτως]] ἐπὶ ἑνώσεως ὀστῶν, κατὰ σύμφυσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἄρθρωσιν (κατ’ ἄρθρον), Γαλην. 2. 734· ἡ σ. τοῦ δέρματος καὶ τῆς σαρκὸς Πλάτ. Τίμ. 77D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4· [[ἔντερον]] συμφύσεις ἔχον, διῃρημένον εἰς μέρη διὰ συσφίγξεως, [[αὐτόθι]] 2. 17, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· ἡ σ. τοῦ πνεύματος κατὰ ῥάχιν Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9· ἐπὶ τῆς γλώσσης, [[αὐτόθι]] 1. 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τύπος]] ακίνητης ή ελάχιστα [[κινητής]] αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη [[μεσολάβηση]] ινώδους χόνδρου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκόλληση]] τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες<br /><b>3.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γενειακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[γραμμή]] ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της [[κάτω]] γνάθου<br />β) «καρδιακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύμφυση]] του επικαρδίου με το [[περικάρδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επούλωση]]<br /><b>2.</b> η [[κατασκευή]] ενός σώματος<br /><b>3.</b> (για μυς) [[πρόσφυση]] σε [[οστό]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική [[συνένωση]] με το υπέρτατο ον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σύμφυσις]] ἐντέρου» — [[σύσφιγξη]] εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η / [[σύμφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ [[συμφύω]]<br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[συνένωση]], [[συσσωμάτωση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[συνένωση]] δύο οστών ή [[μερών]] του ίδιου οστού (α. «ηβική [[σύμφυση]]» β. «ἐπὶ συμφύσεως ὀστῶν κεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τύπος]] ακίνητης ή ελάχιστα [[κινητής]] αρθρώσεως που ενώνει δύο οστά με τη [[μεσολάβηση]] ινώδους χόνδρου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκόλληση]] τμημάτων γειτονικών οργάνων που καλύπτονται με ορογόνο αδένα, ύστερα από εγχειρήσεις ή φλεγμονώδεις εξεργασίες<br /><b>3.</b> <b>(ορυκτ.)</b> αλληλοδιείσδυση κρυστάλλων δύο διαφορετικών ορυκτών, λόγω ταυτόχρονης κρυστάλλωσης ή απόμιξής τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γενειακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[γραμμή]] ένωσης τών δύο ημιμορίων του οστού της [[κάτω]] γνάθου<br />β) «καρδιακή [[σύμφυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύμφυση]] του επικαρδίου με το [[περικάρδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επούλωση]]<br /><b>2.</b> η [[κατασκευή]] ενός σώματος<br /><b>3.</b> (για μυς) [[πρόσφυση]] σε [[οστό]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στους νεοπλατωνικούς) η μυστική [[συνένωση]] με το υπέρτατο ον<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σύμφυσις]] ἐντέρου» — [[σύσφιγξη]] εντέρου ώστε αυτό να διαιρείται σε μέρη (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}