Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαρρώξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj