Anonymous

δεσποτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un maître, du maître;<br /><b>2</b> qui exerce un pouvoir absolu sur, gén.;<br /><b>3</b> enclin à un pouvoir absolu, despotique.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un maître, du maître;<br /><b>2</b> qui exerce un pouvoir absolu sur, gén.;<br /><b>3</b> enclin à un pouvoir absolu, despotique.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεσποτικός -ή -όν [δεσπότης] van de heer, meester. als een heer, meester, autoritair; van personen:; ἵνα δὴ μὴ δοκῶσιν ἀηδεῖς εἶναι μηδὲ δεσποτικοί opdat ze niet onaangenaam lijken te zijn of bazig Plat. Resp. 563b; van zaken:; τήν τε δεσποτικωτάτην ( πολιτείαν ) de meest autoritaire (staat) Plat. Lg. 701e; adv.: συμμαχικῶς, ἀλλ’ οὐ δεσποτικῶς als bondgenoten, niet als meesters Isocr. 4.104.
}}
{{elru
|elrutext='''δεσποτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[господский]], [[хозяйский]] (συμφοραί Xen.): δεσποτικὸν [[δίκαιον]] Arst. власть господина (над рабами);<br /><b class="num">2)</b> [[обладающий неограниченной властью]], [[деспотический]] ([[ἀδικία]] Plat.; [[τρόπος]] τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[стремящийся к неограниченной власти]] ([[ὀλιγαρχία]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεσποτικός:''' -ή, -όν ([[δεσπότης]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον αφέντη, <i>δεσποτικαὶ συμφοραί</i>, δυστυχίες που προκύπτουν στον αφέντη κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιρρεπής]] προς την τυραννική [[συμπεριφορά]], [[δυναστικός]], [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δεσποτικός:''' -ή, -όν ([[δεσπότης]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον αφέντη, <i>δεσποτικαὶ συμφοραί</i>, δυστυχίες που προκύπτουν στον αφέντη κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιρρεπής]] προς την τυραννική [[συμπεριφορά]], [[δυναστικός]], [[τυραννικός]], [[δεσποτικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δεσποτικός -ή -όν [δεσπότης] van de heer, meester. als een heer, meester, autoritair; van personen:; ἵνα δὴ μὴ δοκῶσιν ἀηδεῖς εἶναι μηδὲ δεσποτικοί opdat ze niet onaangenaam lijken te zijn of bazig Plat. Resp. 563b; van zaken:; τήν τε δεσποτικωτάτην ( πολιτείαν ) de meest autoritaire (staat) Plat. Lg. 701e; adv.: συμμαχικῶς, ἀλλ’ οὐ δεσποτικῶς als bondgenoten, niet als meesters Isocr. 4.104.
}}
{{elru
|elrutext='''δεσποτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[господский]], [[хозяйский]] (συμφοραί Xen.): δεσποτικὸν [[δίκαιον]] Arst. власть господина (над рабами);<br /><b class="num">2)</b> [[обладающий неограниченной властью]], [[деспотический]] ([[ἀδικία]] Plat.; [[τρόπος]] τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[стремящийся к неограниченной власти]] ([[ὀλιγαρχία]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj