Anonymous

διάπονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exercé à la fatigue;<br /><b>2</b> exercé <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πόνος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exercé à la fatigue;<br /><b>2</b> exercé <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
}}
{{elru
|elrutext='''διάπονος:''' [[закаленный]], [[приученный]] (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάπονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επίπονος]], [[κοπιώδης]], [[κουραστικός]]· επίρρ. <i>-νῶς</i>, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
|lsmtext='''διάπονος:''' -ον, <b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[επίπονος]], [[κοπιώδης]], [[κουραστικός]]· επίρρ. <i>-νῶς</i>, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
}}
{{elru
|elrutext='''διάπονος:''' [[закаленный]], [[приученный]] (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut.
|mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut.
}}
}}