Anonymous

κέρχνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rugosité d'une surface;<br /><b>2</b> sécheresse de la voix, raucité, enrouement.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />grain de mil, millet.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[κέγχρος]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rugosité d'une surface;<br /><b>2</b> sécheresse de la voix, raucité, enrouement.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />grain de mil, millet.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[κέγχρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρχνος:''' ὁ [[шероховатость]], [[бугристость]] (χελώνης Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].<br /><b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κένχρος, [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. <i>gher</i>-<i>ghro</i>-, με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>τ</i>- σε -<i>n</i>- ( <i>gher</i>-<i>ghno</i>-), ενώ με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>- σε -<i>η</i>- ( <i>ghen</i>-<i>ghro</i>) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. [[κέγχρος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[κέρχνος]] [[είναι]] ο [[αρχικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κέρκσνος</i>), [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hirso</i> «[[κεχρί]]», ο δε τ. [[κέγχρος]] προέκυψε με [[μετάθεση]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κέρχνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], [[βραχνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κέρχνος]]<br />α) τραχύ [[εξόγκωμα]] («τραχὺς χελώνης [[κέρχνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) (για τον λαιμό) [[βραχνάδα]]<br />γ) διαπεραστική [[κραυγή]], [[στριγγλιά]]<br />δ) [[ασημόσκονη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το [[κρεξ]], [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κερκ</i>-<i>σνος</i> και θα [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>k</i>- που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας. Έχει [[επίσης]] προταθεί [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>ghar</i>-<i>ghara</i>- «[[τρίξιμο]], [[θόρυβος]]», [[επίσης]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας, [[οπότε]] θα προέκυψε <span style="color: red;"><</span> <i>κέρ</i>-<i>χρ</i>-<i>ος</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>-. Παράλληλα με τον [[κέρχνος]] μαρτυρείται και τ. <i>καρχ</i>-<i>αλέος</i>, ο [[οποίος]] θα [[πρέπει]] να προέκυψε [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ισχνός]]: [[ισχαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κερχνασμός]], [[κερχνηίς]], [[κέρχνω]], [[κερχνώ]], [[κερχνώδης]], [[κερχνωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <i>αιμόκερχνον</i>, [[άκερχνος]]].<br /><b>(III)</b><br />[[κέρχνος]], ὁ (Α)<br />πήλινο [[πινάκιο]] για λατρευτική [[χρήση]], [[κέρνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κέρνος]] (II)].
}}
{{elnl
|elnltext=κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρχνος:''' ὁ [[шероховатость]], [[бугристость]] (χελώνης Soph.).
}}
}}
{{etym
{{etym