Anonymous

καθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
|btext=nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρίζω [καθαρός] fut. καθαριῶ en καθαρίσω, reinigen, schoonmaken:; καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου jullie maken de buitenkant van de drinkbeker schoon NT Mt. 23.25; λεπροὺς καθαρίζειν melaatsen reinigen, d.w.z. genezen NT Mt. 10.8; ook in spirituele zin:. τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν nadat Hij hun harten met het geloof had gereinigd NT Act. Ap. 15.9.
}}
{{elru
|elrutext='''καθαρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищать]] (τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου NT);<br /><b class="num">2)</b> [[исцелять]] (λεπρούς NT);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[очищать]], [[освобождать]] (ἑαυτὸν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθᾰρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[καθαρός]]), [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε καθαρό, [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[καθαρός]] από [[ασθένεια]], θεραπεύομαι, στο ίδ.· λέγεται και για την [[ίδια]] την [[ασθένεια]], εξαλείφομαι, στο ίδ.
|lsmtext='''κᾰθᾰρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[καθαρός]]), [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε καθαρό, [[καθαρίζω]], [[εξαγνίζω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[καθαρός]] από [[ασθένεια]], θεραπεύομαι, στο ίδ.· λέγεται και για την [[ίδια]] την [[ασθένεια]], εξαλείφομαι, στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρίζω [καθαρός] fut. καθαριῶ en καθαρίσω, reinigen, schoonmaken:; καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου jullie maken de buitenkant van de drinkbeker schoon NT Mt. 23.25; λεπροὺς καθαρίζειν melaatsen reinigen, d.w.z. genezen NT Mt. 10.8; ook in spirituele zin:. τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν nadat Hij hun harten met het geloof had gereinigd NT Act. Ap. 15.9.
}}
{{elru
|elrutext='''καθαρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищать]] (τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου NT);<br /><b class="num">2)</b> [[исцелять]] (λεπρούς NT);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[очищать]], [[освобождать]] (ἑαυτὸν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj