3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> καθάψω, <i>ao.</i> καθῆψα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> attacher de haut en bas ; suspendre : ὤμοις [[ἀμφίβληστρον]] SOPH jeter un manteau autour de ses épaules ; βρόχῳ καθημμένη SOPH pendue au moyen d'un lacet;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> attacher à : [[τι]] [[ἐπί]] [[τι]] <i>ou</i> [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> ἔκ τινος une chose à une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'attacher à, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθάπτομαι (<i>f.</i> καθάψομαι);<br /><b>1</b> s'attacher à ; tenir fortement : τυραννίδος SOL s'emparer de la royauté;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> s'adresser à : τινα [[ἐπέεσσι]] adresser à qqn des paroles bienveillantes <i>ou</i> blessantes (<i>litt.</i> s'attacher <i>ou</i> s'attaquer à qqn par des paroles) ; φίλον [[ἦτορ]] OD parler à son propre cœur, <i>càd</i> se parler à soi-même ; <i>postér. en mauv. part</i> s'attaquer à, gén.;<br /><b>3</b> se rattacher à qqn (comme à un soutien) ; invoquer, attester, prendre à témoin : τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπτω]]. | |btext=<i>f.</i> καθάψω, <i>ao.</i> καθῆψα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> attacher de haut en bas ; suspendre : ὤμοις [[ἀμφίβληστρον]] SOPH jeter un manteau autour de ses épaules ; βρόχῳ καθημμένη SOPH pendue au moyen d'un lacet;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> attacher à : [[τι]] [[ἐπί]] [[τι]] <i>ou</i> [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> ἔκ τινος une chose à une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'attacher à, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθάπτομαι (<i>f.</i> καθάψομαι);<br /><b>1</b> s'attacher à ; tenir fortement : τυραννίδος SOL s'emparer de la royauté;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> s'adresser à : τινα [[ἐπέεσσι]] adresser à qqn des paroles bienveillantes <i>ou</i> blessantes (<i>litt.</i> s'attacher <i>ou</i> s'attaquer à qqn par des paroles) ; φίλον [[ἦτορ]] OD parler à son propre cœur, <i>càd</i> se parler à soi-même ; <i>postér. en mauv. part</i> s'attaquer à, gén.;<br /><b>3</b> se rattacher à qqn (comme à un soutien) ; invoquer, attester, prendre à témoin : τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἅπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθ-άπτω, Ion. κατάπτω, Hom. alleen med. vastmaken, act. met acc. en dat.:; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς... ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον hij bevestigde het geweven shirt aan mijn schouders Soph. Tr. 1051; pass.:; βρόχῳ καθημμένην aan een strop hangend Soph. Ant. 1222; ook med.:; κισσὸν ἐφ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενος zich tooiend met klimop op zijn begeerlijk hoofd AP 9. 338; met gen.: zich hechten aan, vastgrijpen:; καθῆψεν τῆς χειρὸς αὐτοῦ hij (de slang) beet zich in zijn hand vast NT Act. Ap. 28.3; ook med.:; καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν terwijl zij de baby in haar liefhebbende armen nam Theocr. 17.65; geneesk. gevoelig zijn voor iets:. ψόφου voor lawaai Hp. zich (met woorden) richten tot, alleen med., met acc.:; ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν kom, wend jij je tot hem met vriendelijke woorden Il. 1.582; ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος tegensprekend Od. 18.415; ongunstig berispen:; ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον ῎Αρηα zij berispte de woeste Ares Il. 15.127; καθαπτόμενος φίλον ἦτορ hij verweet zichzelf Od. 20.22; met gen. bekritiseren:; σευ μάλιστα κατάπτονται οἱ ἐχθροί uw vijanden bekritiseren u vooral Hdt. 6.69.4; zich beroepen op:. θεῶν σε... καταπτόμενος ἱκετεύω met een beroep op de goden smeek ik je Hdt. 6.68.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθάπτω:''' [[чаще]] med., ион. [[κατάπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[привязывать]], [[прикреплять]] (τι ἀμφὶ σώματος δεσμοῖς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[укреплять]] (τι ἐπὶ τὴν γῆν Xen.; τὴν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[связывать]], [[скреплять]] (φανερὸν … τὰ ὀστέα [[καθάπτειν]] τὰ [[νεῦρα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[набрасывать]], [[накидывать]], [[надевать]] (ὤμοις τινὸς [[ἀμφίβληστρον]] Soph.): βρόχῳ καθημμένη Soph. (Антигона) с накинутой (на шею) петлей; σκευῇ [[πρεπόντως]] σῶμ᾽ ἐμὸν καθάψομαι Eur. я надену на себя соответствующую одежду;<br /><b class="num">5)</b> преимущ. med. [[схватывать]] (βρέφεος [[χείρεσσι]] Theocr.): [[ἔχιδνα]] καθῆψε τῆς χειρός [[αὐτοῦ]] NT гадюка вцепилась ему в руку; καθάπτεσθαι τυραννίδος [[Solon]] ap. Plut. захватывать царскую власть;<br /><b class="num">6)</b> med. [[простираться]], [[проникать]], [[доходить]], [[достигать]] (εἴς или πρός τι Arst.);<br /><b class="num">7)</b> med. [[подходить]], [[приближаться]] (к кому-л. с речью), обращаться (τινα [[ἐπέεσσι]] μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.): ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος Hom. обратившись с неприязненной речью;<br /><b class="num">8)</b> med. [[нападать]], [[бранить]], [[порицать]] ([[πικρῶς]] τινος Plut.): [[ἐπειδή]] μου [[Νικίας]] καθήψατο Thuc. поскольку Никий выступил с нападками на меня;<br /><b class="num">9)</b> med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетели ([[θεῶν]] τῶν ἄλλων καταπτόμενος [[ἱκετεύω]] καὶ τοῦ Διὸς [[τοῦδε]] Her.): Δημαράτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. ссылаясь на Демарата и других свидетелей. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |