Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιγκλίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />grille, barreaux :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, porte à deux battants par laquelle entraient les juges;<br /><b>2</b> enceinte d'un tribunal, cour;<br /><b>3</b> barre, grillage <i>en gén. ; fig.</i> ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν LUC vivre renfermé.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />grille, barreaux :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, porte à deux battants par laquelle entraient les juges;<br /><b>2</b> enceinte d'un tribunal, cour;<br /><b>3</b> barre, grillage <i>en gén. ; fig.</i> ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν LUC vivre renfermé.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιγκλίς -ίδος, ἡ, meestal plur. (tralie)hek (in de rechtbank of het bouleutèrion, waardoor rechters of raadsleden werden binnengelaten); overdr.. ἐντὸς τῆς κιγκλίδος binnen een veilige omheining Luc. 36.21. traliewerk, gevangenis; rek ( martelwerktuig).
}}
{{elru
|elrutext='''κιγκλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[перегородка]], [[ограда]], [[решетка]] (κιγκλίδα περιβαλεῖν Plut.): ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν Luc. быть завсегдатаем дома, т. е. быть своим человеком в доме;<br /><b class="num">2)</b> (в Афинах), [[судейская дверь]] (через которую проходили δικασταί и βουλευταί) Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[суд]], [[судилище]]: [[ῥητορεία]] κιγκλίδων Plut. судебное красноречие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιγκλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>κιγκλίδες</i>, καγκελωτή [[θύρα]] δικαστηρίου ή [[αίθουσα]] συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα [[μέλη]], σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο [[εδώλιο]] του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., <i>ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν</i>, [[διαμονή]] στο δικαστήριο, σε Λουκ.
|lsmtext='''κιγκλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>κιγκλίδες</i>, καγκελωτή [[θύρα]] δικαστηρίου ή [[αίθουσα]] συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα [[μέλη]], σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο [[εδώλιο]] του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., <i>ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν</i>, [[διαμονή]] στο δικαστήριο, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κιγκλίς -ίδος, ἡ, meestal plur. (tralie)hek (in de rechtbank of het bouleutèrion, waardoor rechters of raadsleden werden binnengelaten); overdr.. ἐντὸς τῆς κιγκλίδος binnen een veilige omheining Luc. 36.21. traliewerk, gevangenis; rek ( martelwerktuig).
}}
{{elru
|elrutext='''κιγκλίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[перегородка]], [[ограда]], [[решетка]] (κιγκλίδα περιβαλεῖν Plut.): ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβειν Luc. быть завсегдатаем дома, т. е. быть своим человеком в доме;<br /><b class="num">2)</b> (в Афинах), [[судейская дверь]] (через которую проходили δικασταί и βουλευταί) Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[суд]], [[судилище]]: [[ῥητορεία]] κιγκλίδων Plut. судебное красноречие.
}}
}}
{{etym
{{etym