Anonymous

πέπλος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> rideau pour couvrir une voiture;<br /><b>2</b> toile <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> tapis à étendre sur des sièges;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu’on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d'Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> vêtement flottant pour les hommes, sorte de vêtement persan.<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> rideau pour couvrir une voiture;<br /><b>2</b> toile <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> tapis à étendre sur des sièges;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu’on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d'Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> vêtement flottant pour les hommes, sorte de vêtement persan.<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[покров]], [[покрывало]]: ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι [[βεβλήατο]] Hom. здесь были постланы покрывала;<br /><b class="num">2)</b> [[платье]], [[одежда]] (преимущ. женская - π. [[ποικίλος]] Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πέπλος:''' ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. [[πέπλα]]·<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε υφασμάτινο [[ρούχο]] που χρησιμοποιείται ως [[κάλυμμα]], [[σεντόνι]], χαλί, [[παραπέτασμα]], πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό [[φόρεμα]], και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο [[σώμα]], αντίστοιχο του αντρικού <i>ἱματίου</i> ή της <i>χλαίνης</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]] λέγεται για τον [[πέπλον]] της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το [[ιστίο]] ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια [[πομπή]] κατά τα [[Παναθήναια]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ανδρικό [[ένδυμα]], σε Τραγ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[покров]], [[покрывало]]: ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι [[βεβλήατο]] Hom. здесь были постланы покрывала;<br /><b class="num">2)</b> [[платье]], [[одежда]] (преимущ. женская - π. [[ποικίλος]] Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.).
}}
}}
{{etym
{{etym