Anonymous

παγκρατιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s'exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s'exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration.
}}
{{elru
|elrutext='''παγκρᾰτιαστικός:'''<br /><b class="num">I</b> 3 относящийся к всеборью ([[τέχνη]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν [[παλαιστικός]] (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - [[πυκτικός]], ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παγκρᾰτιαστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο [[παγκράτιον]], ἡ παγκρατιαστικὴ [[τέχνη]], η [[επιδεξιότητα]] στο [[παγκράτιο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεινός]], [[επιτήδειος]] στο [[παγκράτιον]], σε Αριστ.
|lsmtext='''παγκρᾰτιαστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο [[παγκράτιον]], ἡ παγκρατιαστικὴ [[τέχνη]], η [[επιδεξιότητα]] στο [[παγκράτιο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεινός]], [[επιτήδειος]] στο [[παγκράτιον]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration.
}}
{{elru
|elrutext='''παγκρᾰτιαστικός:'''<br /><b class="num">I</b> 3 относящийся к всеборью ([[τέχνη]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν [[παλαιστικός]] (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - [[πυκτικός]], ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παγκρᾰτιαστικός, ή, όν [from παγκρᾰτιάζω]<br /><b class="num">I.</b> of or for the [[παγκράτιον]], ἡ παγκ. [[τέχνη]] the pancratiast's art, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[skilled]] in the [[παγκράτιον]], Arist.
|mdlsjtxt=παγκρᾰτιαστικός, ή, όν [from παγκρᾰτιάζω]<br /><b class="num">I.</b> of or for the [[παγκράτιον]], ἡ παγκ. [[τέχνη]] the pancratiast's art, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[skilled]] in the [[παγκράτιον]], Arist.
}}
}}