Anonymous

πετεινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[πετεηνός]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[πετεηνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πετεινός en πετηνός -ή -όν, poët. πετεεινός en πετεηνός [πέτομαι] gevleugeld, in staat te vliegen:; τέκνα... πάρος πετεηνὰ γενέσθαι voordat de jongen in staat waren te vliegen Od. 16.218; πετεινὸς ἵππος gevleugeld paard Men. Peric. 772; subst. τὸ πετεινόν, meestal plur., gevleugelde dieren, vogels.
}}
{{elru
|elrutext='''πετεινός:''' атт., NT = [[πετεηνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετεινός:''' -ή, -όν, Επικ. [[πετεηνός]],· ο [[ικανός]] να πετάξει, ο [[φτερωτός]], αυτός που έχει φτερά σε πλήρη [[ανάπτυξη]] ώστε να [[πετά]], λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, [[ικανός]] να πετάξει, [[φτερωτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>πετεηνά</i>, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, <i>τὰ πετεινά</i>, τα πουλιά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πετεινός:''' -ή, -όν, Επικ. [[πετεηνός]],· ο [[ικανός]] να πετάξει, ο [[φτερωτός]], αυτός που έχει φτερά σε πλήρη [[ανάπτυξη]] ώστε να [[πετά]], λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, [[ικανός]] να πετάξει, [[φτερωτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>πετεηνά</i>, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, <i>τὰ πετεινά</i>, τα πουλιά, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πετεινός en πετηνός -ή -όν, poët. πετεεινός en πετεηνός [πέτομαι] gevleugeld, in staat te vliegen:; τέκνα... πάρος πετεηνὰ γενέσθαι voordat de jongen in staat waren te vliegen Od. 16.218; πετεινὸς ἵππος gevleugeld paard Men. Peric. 772; subst. τὸ πετεινόν, meestal plur., gevleugelde dieren, vogels.
}}
{{elru
|elrutext='''πετεινός:''' атт., NT = [[πετεηνός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πετεινός]], ή, όν<br />[[able]] to fly, [[full]] [[fledged]], of [[young]] birds, Od.:—of birds [[generally]], [[able]] to fly, [[winged]], Il.:—absol., πετεηνά [[winged]] [[fowl]], Il.; so, τὰ πετεινά birds, Hdt.
|mdlsjtxt=[[πετεινός]], ή, όν<br />[[able]] to fly, [[full]] [[fledged]], of [[young]] birds, Od.:—of birds [[generally]], [[able]] to fly, [[winged]], Il.:—absol., πετεηνά [[winged]] [[fowl]], Il.; so, τὰ πετεινά birds, Hdt.
}}
}}