Anonymous

προκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : [[εἰς]] ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : [[εἰς]] ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαθίημι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее посылать]] (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[высылать вперед]] (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[заранее ввергать]] (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκαθίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κάθομαι]] από [[πριν]]· μεταφ., πόλιν [[προκαθίημι]] εἰς ταραχήν, [[ρίχνω]] την πόλη σε [[σύγχυση]], την [[φέρνω]] σε [[αναταραχή]], σε Δημ.· <i>προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν</i>, [[τοποθετώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
|lsmtext='''προκαθίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κάθομαι]] από [[πριν]]· μεταφ., πόλιν [[προκαθίημι]] εἰς ταραχήν, [[ρίχνω]] την πόλη σε [[σύγχυση]], την [[φέρνω]] σε [[αναταραχή]], σε Δημ.· <i>προκαθίημί τινα ἐξαπατᾶν</i>, [[τοποθετώ]] ένα [[πρόσωπο]] [[μπροστά]] μου με σκοπό να παραπλανήσω, να εξαπατήσω, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καθίημι vooruitsturen.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαθίημι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее посылать]] (τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[высылать вперед]] (π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[заранее ввергать]] (τὴν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ήσω<br />to let [[down]] [[beforehand]]: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to [[plunge]] the [[city]] [[into]] [[confusion]], Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a [[person]] [[forward]] in [[order]] to [[deceive]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. -ήσω<br />to let [[down]] [[beforehand]]: metaph., πόλιν πρ. εἰς ταραχήν to [[plunge]] the [[city]] [[into]] [[confusion]], Dem.; πρ. τινὰ ἐξαπατᾶν to put a [[person]] [[forward]] in [[order]] to [[deceive]], Dem.
}}
}}