3,273,800
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐπραγματευσάμην <i>et</i> ἐπραγματεύθην, <i>pf.</i> πεπραγμάτευμαι;<br /><b>1</b> se donner de la peine, du tracas ; avec un inf. : chercher à, s'efforcer de ; <i>avec</i> [[ὅπως]] et l'ind. f. : faire effort pour ; <i>en parl. du travail de l'intelligence</i> se livrer à l'étude, s'occuper de ; traiter de, composer, écrire, acc.;<br /><b>2</b> s'occuper d'affaires, de négoce, de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐπραγματευσάμην <i>et</i> ἐπραγματεύθην, <i>pf.</i> πεπραγμάτευμαι;<br /><b>1</b> se donner de la peine, du tracas ; avec un inf. : chercher à, s'efforcer de ; <i>avec</i> [[ὅπως]] et l'ind. f. : faire effort pour ; <i>en parl. du travail de l'intelligence</i> se livrer à l'étude, s'occuper de ; traiter de, composer, écrire, acc.;<br /><b>2</b> s'occuper d'affaires, de négoce, de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρᾶγματεύομαι, Ion. πρηγματεύομαι [πρᾶγμα] med., soms aor. -θη, Ion. ptc. aor. πρηγματευσάμενος, ptc. aor. πρηγματευθείς moeite doen, zich inspannen:. οὐδὲν ἔτι πρηγμαθευθέντες zonder er verder nog moeite aan te besteden Hdt. 2.87.3; μηδὲν πραγματεύου doe geen moeite Thphr. Char. 18.9; πρῶτον... τὰ περὶ τὴν τάφην δεῖ πραγματευθῆναι er moet eerst een begrafenis georganiseerd worden Men. Asp. 252. handeldrijven, zakendoen:. π. ἀπ’ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν zakendoen in handel en bancaire activiteiten Plut. CMi 59.3. zorgvuldig behandelen, intensief bezig zijn met:; δοκεῖ ἁ λογιστικὰ... τᾶς γεωμετρικᾶς ἐναργεστέρω πραγματεύεσθαι ἃ θέλει de rekenkunde lijkt duidelijker uit te werken wat zij bedoelt dan de geometrie Archyt. B 4; ὁ δὲ τοῦτ’ ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου μάλιστ’ ἐπραγματεύετο daar was hij de hele tijd al heel intensief mee bezig Dem. 18.26; met περί + acc..; Ζήνωνος... πραγματευομένου... περὶ φύσιν van Zeno, die college gaf over de natuur Plut. Per. 4.5; ook pass., meestal perf.. ποιήματα ἅ μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς gedichten waaraan naar mijn indruk zeer veel aandacht besteed was door hen Plat. Ap. 22b. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πραγμᾰτεύομαι:''' ион. πρηγμᾰτεύομαι (aor. ἐπραγματευσάμην и ἐπραγματεύθην)<br /><b class="num">1)</b> [[заботиться]], [[заниматься]], [[хлопотать]] (τι Her., Plat. и περί τι, πρός τι или ἐπί τινι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудиться]], [[работать]], [[проводить в труде]] (τὴν νύκτα Xen.; τὸν βίον ἅπαντα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[прилагать усилия]], [[стараться]]: π. τινας συνεθίσαι [[ζῆν]] τὴν χώραν φυτεύοντας Plut. стараться приучить кого-л. к земледелию;<br /><b class="num">4)</b> [[вести торговлю]], [[торговать]] (ἐν τῇ Ἑλλάδι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[зарабатывать]], [[извлекать доходы]] (ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[предпринимать]] (τὸν [[δεύτερον]] πλοῦν Plat.);<br /><b class="num">7)</b> [[исследовать]] или [[описывать]] (τοὺς πολέμους καὶ τὰς πράξεις Polyb.; περὶ φύσεως πάντα Arst.): οἱ πραγματευόμενοι Polyb. исследователи, историки;<br /><b class="num">8)</b> [[сочинять]], [[составлять]] (τὰ ποιήματα Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πραγμᾰτεύομαι:''' ([[πρᾶγμα]]), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ <i>ἐπραγματευσάμην</i> και <i>ἐπραγματεύθην</i>, παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχολούμαι]] ή [[φροντίζω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασχολούμαι]] με κάποια [[εργασία]], [[καταναλώνω]] τον χρόνο μου σε [[εργασία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με μόχθο και [[κούραση]], [[επιχειρώ]], σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] μια [[εργασία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] συστηματικώς, σε Πολύβ.· <i>οἱ πραγματευόμενοι</i>, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]], [[τυγχάνω]] επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν. | |lsmtext='''πραγμᾰτεύομαι:''' ([[πρᾶγμα]]), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ <i>ἐπραγματευσάμην</i> και <i>ἐπραγματεύθην</i>, παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ασχολούμαι]] ή [[φροντίζω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασχολούμαι]] με κάποια [[εργασία]], [[καταναλώνω]] τον χρόνο μου σε [[εργασία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με μόχθο και [[κούραση]], [[επιχειρώ]], σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] μια [[εργασία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, [[επεξεργάζομαι]] συστηματικώς, σε Πολύβ.· <i>οἱ πραγματευόμενοι</i>, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> παρακ. <i>πεπραγμάτευμαι</i>, επίσης με Παθ. [[σημασία]], [[τυγχάνω]] επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |