Anonymous

σκίδνημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />disperser, répandre;<br /><i>Pass.-Moy. plus us.</i> [[σκίδναμαι]] (<i>seul. prés., impf.</i> ἐσκιδνάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐσκιδνάσθην) se disperser, se répandre, s'épancher.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιδ, disperser ; cf. [[σκεδάννυμι]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />disperser, répandre;<br /><i>Pass.-Moy. plus us.</i> [[σκίδναμαι]] (<i>seul. prés., impf.</i> ἐσκιδνάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐσκιδνάσθην) se disperser, se répandre, s'épancher.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιδ, disperser ; cf. [[σκεδάννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκίδνημι [~ σκεδάννυμι] med. σκίδναμαι act. met acc. ( caus. ) uiteen doen gaan:. σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει hij (de godheid?) verstrooit en brengt weer samen (constructie onzeker) Heraclit. B 91. med.-pass. intrans. uiteengaan, zich verspreiden: van personen; οἳ … ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος zij gingen uiteen, ieder naar zijn eigen schip Il. 19.277; κατὰ κλισίας τε νέας τε over hun tenten en schepen Il. 1.487; van zaken zich verspreiden, verstrooid raken; ( κρήνη ) ἀνὰ κῆπον … σκίδναται (de bron) sijpelt uit over de tuin Od. 7.130; ὀπὶ … σκιδναμένῃ door stem(geluid) dat in het rond klinkt Hes. Th. 42; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ op het moment dat het zonlicht zich verspreidt Hdt. 8.23; geneesk. ook van pupillen zich verwijden.
}}
{{elru
|elrutext='''σκίδνημι:''' ион. [[σκίδναμι|σκίδνᾱμι]] (= [[σκεδάννυμι]]) рассеивать (τὴν δύναμίν τινος Plut.); преимущ. med. рассеиваться, развеиваться, расходиться: ἐπὶ [[σφέτερα]] σκίδνασθαι Hom. расходиться по своим домам; [[ὑψόσε]] [[ἄχνη]] σκίδναται Hom. пена разбрызгивается вверх; [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ Her. с первыми лучами солнца; σκιδναμένης Δημήτερος Her. в пору сева даров Деметры.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκίδνημι:''' ισοδ. [[τύπος]] του [[σκεδάννυμι]], [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] — Παθ., [[σκίδναμαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο [[πλήθος]], όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό [[κύμα]], ομοίως για [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σκιδναμένης Δημήτερος</i>, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της [[σποράς]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο [[ήλιος]] αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο [[μετά]] την [[ανατολή]] του ηλίου, στον ίδ.
|lsmtext='''σκίδνημι:''' ισοδ. [[τύπος]] του [[σκεδάννυμι]], [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] — Παθ., [[σκίδναμαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο [[πλήθος]], όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό [[κύμα]], ομοίως για [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σκιδναμένης Δημήτερος</i>, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της [[σποράς]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο [[ήλιος]] αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο [[μετά]] την [[ανατολή]] του ηλίου, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκίδνημι [~ σκεδάννυμι] med. σκίδναμαι act. met acc. ( caus. ) uiteen doen gaan:. σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει hij (de godheid?) verstrooit en brengt weer samen (constructie onzeker) Heraclit. B 91. med.-pass. intrans. uiteengaan, zich verspreiden: van personen; οἳ … ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος zij gingen uiteen, ieder naar zijn eigen schip Il. 19.277; κατὰ κλισίας τε νέας τε over hun tenten en schepen Il. 1.487; van zaken zich verspreiden, verstrooid raken; ( κρήνη ) ἀνὰ κῆπον … σκίδναται (de bron) sijpelt uit over de tuin Od. 7.130; ὀπὶ … σκιδναμένῃ door stem(geluid) dat in het rond klinkt Hes. Th. 42; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ op het moment dat het zonlicht zich verspreidt Hdt. 8.23; geneesk. ook van pupillen zich verwijden.
}}
{{elru
|elrutext='''σκίδνημι:''' ион. [[σκίδναμι|σκίδνᾱμι]] (= [[σκεδάννυμι]]) рассеивать (τὴν δύναμίν τινος Plut.); преимущ. med. рассеиваться, развеиваться, расходиться: ἐπὶ [[σφέτερα]] σκίδνασθαι Hom. расходиться по своим домам; [[ὑψόσε]] [[ἄχνη]] σκίδναται Hom. пена разбрызгивается вверх; [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ Her. с первыми лучами солнца; σκιδναμένης Δημήτερος Her. в пору сева даров Деметры.
}}
}}
{{etym
{{etym