Anonymous

σκέπαρνον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hache à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, creuser ; cf. [[σκάπτω]], pê apparenté à la R. Κοπ, couper.
|btext=ου (τό) :<br />hache à deux tranchants.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, creuser ; cf. [[σκάπτω]], pê apparenté à la R. Κοπ, couper.
}}
{{elnl
|elnltext=σκέπαρνον -ου, τό en σκέπαρνος -ου, ὁ bijl; geneesk. bepaald type verband. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπαρνον:''' τό (обоюдоострый) топор для тесания, тесло, скобель Hom., Plut., Luc., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέπαρνον:''' τό ή [[σκέπαρνος]], ὁ, [[τσεκούρι]] του ξυλουργού, [[σκεπάρνι]], που χρησιμοποιείτο για να εξομαλύνει τους κορμούς των δέντρων, διαφέρει από το [[πέλεκυς]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σκέπαρνον:''' τό ή [[σκέπαρνος]], ὁ, [[τσεκούρι]] του ξυλουργού, [[σκεπάρνι]], που χρησιμοποιείτο για να εξομαλύνει τους κορμούς των δέντρων, διαφέρει από το [[πέλεκυς]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=σκέπαρνον -ου, τό en σκέπαρνος -ου, ὁ bijl; geneesk. bepaald type verband. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπαρνον:''' τό (обоюдоострый) топор для тесания, тесло, скобель Hom., Plut., Luc., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκέπαρνον]], ου, τό,<br />a [[carpenter]]'s axe or adze, used for smoothing the trunks of trees, [[different]] from the [[πέλεκυς]], Od. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[σκέπαρνον]], ου, τό,<br />a [[carpenter]]'s axe or adze, used for smoothing the trunks of trees, [[different]] from the [[πέλεκυς]], Od. [deriv. uncertain]
}}
}}