Anonymous

σποράς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />épars, dispersé ; σποράδες λόγοι PLUT discours sans suite ; <i>particul.</i> [[αἱ]] [[Σποράδες]] (νῆσοι) les Sporades, <i>îles de la mer Égée, sur la côte O de l'Asie mineure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />épars, dispersé ; σποράδες λόγοι PLUT discours sans suite ; <i>particul.</i> [[αἱ]] [[Σποράδες]] (νῆσοι) les Sporades, <i>îles de la mer Égée, sur la côte O de l'Asie mineure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σποράς -άδος [~ σπείρω] verstrooid, verspreid:. σποράδες νοῦσοι sporadische ziekten (die niet als epidemie voorkomen) Hp. Acut. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''σποράς:''' άδος (ᾰ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[рассеянный]], [[разбросанный]]: σποράδες κατὰ [[δύο]] Her. рассыпавшись попарно; (αἱ [[νῆες]]) σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν Thuc. корабли были в беспорядке отнесены (бурей) к Пелопоннесу;<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в одиночку]] (ζῷα Arst.): [[νησιώτης]] σ. [[βίος]] Eur. жизнь на уединенном острове;<br /><b class="num">3)</b> [[отрывочный]], [[несвязный]] (οἱ λόγοι διεσπαρμένοι καὶ σποράδες Plut.): Μοῖσαι σποράδες Anth. разрозненные стихотворения - см. тж. [[Σποράδες]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σποράς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[σπείρω]]), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, [[διάσπαρτος]], σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, <i>σποράδες ᾤκουν</i>, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ [[Σποράδες]] (ενν. <i>νῆσοι</i>), νησιά [[απέναντι]] από τη δυτική [[ακτή]] της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το <i>αἱ Κυκλάδες</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''σποράς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[σπείρω]]), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, [[διάσπαρτος]], σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, <i>σποράδες ᾤκουν</i>, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ [[Σποράδες]] (ενν. <i>νῆσοι</i>), νησιά [[απέναντι]] από τη δυτική [[ακτή]] της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το <i>αἱ Κυκλάδες</i>, σε Στράβ.
}}
{{elnl
|elnltext=σποράς -άδος [~ σπείρω] verstrooid, verspreid:. σποράδες νοῦσοι sporadische ziekten (die niet als epidemie voorkomen) Hp. Acut. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''σποράς:''' άδος (ᾰ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[рассеянный]], [[разбросанный]]: σποράδες κατὰ [[δύο]] Her. рассыпавшись попарно; (αἱ [[νῆες]]) σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν Thuc. корабли были в беспорядке отнесены (бурей) к Пелопоннесу;<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в одиночку]] (ζῷα Arst.): [[νησιώτης]] σ. [[βίος]] Eur. жизнь на уединенном острове;<br /><b class="num">3)</b> [[отрывочный]], [[несвязный]] (οἱ λόγοι διεσπαρμένοι καὶ σποράδες Plut.): Μοῖσαι σποράδες Anth. разрозненные стихотворения - см. тж. [[Σποράδες]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj