στρωματοφύλαξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[στρώτης]].<br />'''Étymologie:''' [[στρῶμα]], [[φύλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρωματοφύλαξ -ακος, ὁ [στρῶμα, φύλαξ] iem. die zorgt voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.).
}}
{{elru
|elrutext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' ᾰκος ὁ хранитель постельных или столовых принадлежностей (ковров, скатертей и т. п.) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη [[φύλαξη]] των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, [[θαλαμηπόλος]] ή [[σερβιτόρος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αναλάβει τη [[φύλαξη]] των κλινοσκεπασμάτων ή των τραπεζομάντηλων, [[θαλαμηπόλος]] ή [[σερβιτόρος]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωματοφύλαξ -ακος, ὁ [στρῶμα, φύλαξ] iem. die zorgt voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.).
}}
{{elru
|elrutext='''στρωμᾰτοφύλαξ:''' ᾰκος ὁ хранитель постельных или столовых принадлежностей (ковров, скатертей и т. п.) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρωμᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />one who has the [[care]] of the [[bedding]], Plut.
|mdlsjtxt=στρωμᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />one who has the [[care]] of the [[bedding]], Plut.
}}
}}