Anonymous

στηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στηρίξω, <i>ao.</i> ἐστήριξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στηριχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστηρίχθην, <i>pf.</i> ἐστήριγμαι, <i>pqp.</i> ἐστηρίγμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> enfoncer solidement, fixer, appuyer : [[τι]] ἔν τινι, [[τι]] [[κατά]] τινος, [[τί]] τινι enfoncer, fixer une ch. dans, contre une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> s'appuyer fortement : ποσίν OD sur ses pieds ; s'arrêter fixe ; οὐρανῷ EUR, πρὸς οὐρανόν PLUT <i>litt.</i> s'appuyer contre le ciel, s'élever jusqu’au ciel;<br /><b>2</b> se fixer, rester stationnaire <i>en parl. des corps célestes, d'une maladie</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> στηρίζομαι (<i>f.</i> στηρίξομαι, <i>ao.</i> ἐστηριξάμην) s'appuyer fortement : πόδεσσιν IL sur les pieds ; <i>fig.</i> κακὸν κακῷ ἐστήρικτο IL un malheur succédait à un autre (<i>litt.</i> s'appuyait sur une autre).<br />'''Étymologie:''' R. Στα ; cf. [[στερεός]].
|btext=<i>f.</i> στηρίξω, <i>ao.</i> ἐστήριξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στηριχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστηρίχθην, <i>pf.</i> ἐστήριγμαι, <i>pqp.</i> ἐστηρίγμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> enfoncer solidement, fixer, appuyer : [[τι]] ἔν τινι, [[τι]] [[κατά]] τινος, [[τί]] τινι enfoncer, fixer une ch. dans, contre une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> s'appuyer fortement : ποσίν OD sur ses pieds ; s'arrêter fixe ; οὐρανῷ EUR, πρὸς οὐρανόν PLUT <i>litt.</i> s'appuyer contre le ciel, s'élever jusqu’au ciel;<br /><b>2</b> se fixer, rester stationnaire <i>en parl. des corps célestes, d'une maladie</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> στηρίζομαι (<i>f.</i> στηρίξομαι, <i>ao.</i> ἐστηριξάμην) s'appuyer fortement : πόδεσσιν IL sur les pieds ; <i>fig.</i> κακὸν κακῷ ἐστήρικτο IL un malheur succédait à un autre (<i>litt.</i> s'appuyait sur une autre).<br />'''Étymologie:''' R. Στα ; cf. [[στερεός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στηρίζω [~ στερέος] aor. ἐστήριξα en ἐστήρισα, ep. στήριξα, pass. ἐστηρίχθην; perf. med. - pass. ἐστήριγμαι, inf. ἐστηρίχθαι; fut. στηρίξω en στηρίζω met acc. vastzetten, doen steunen, drukken;; ἅς τε ἐν νεφεϊ στήριξε Κρονίων (regenbogen) die de zoon van Kronos in de wolken heeft vastgezet Il. 11.28; met dat.:; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη (Eris) laat haar hoofd tegen de hemel leunen Il. 4.443; pass.. μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται tussen ons en jullie ligt er een wijde kloof ( lett. is er een wijde kloof vastgezet) NT Luc. 16.26. overdr. sterken, standvastig maken:. στήρισον τοὺς ἀδελφούς σου jij moet je broeders sterken NT Luc. 22.32. intrans., meestal med., ook act. zich vastzetten (tegen), steunen (op), (zich) drukken (tegen):; οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι maar hij kon geen stevige steun vinden voor zijn voeten Il. 21.242; vgl. act..; στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον stevige steun vinden voor zijn voeten Od. 12.434; κίοσιν... πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται (het huis van Styx) steunt met zijn zuilen tegen de hemel Hes. Th. 779; στηρίξασθαι τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς hard op zijn hiel terecht komen Hp. Fract. 11; ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ’( α ) ἐστηρίζετο (de denneboom) richtte zich rechtop recht de hemel in Eur. Ba. 1073; act..; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς een lichtflits zocht steun tegen de hemel en tegen de aarde (d.w.z. maakte contact met beide) Eur. Ba. 1083; overdr.. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο ramp lag gestapeld op ramp Il. 16.111; ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν wanneer (de ziekte) zich vastzette in het hart Thuc. 2.49.3; εἰ … πρός … τὸ ὀστέον καὶ ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος als het projectiel zich heeft vastgezet tegen het bot en (is doorgedrongen) tot in het bot Hp. VC 12.
}}
{{elru
|elrutext='''στηρίζω:''' (aor. ἐστήριξα - поздн. ἐστήρισα; pass.: pf. ἐστήριγμαι, ppf. ἐστηρίγμην)<br /><b class="num">1)</b> [[укреплять]], [[утверждать]], [[устанавливать]] (λίθον κατὰ χθονός Hes.; ἴριδας ἐν νέφεϊ Hom.): [[ἤδη]] [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο HH уж десятый месяц стоял на небе, т. е. наступил; [[χάσμα]] [[ἐστήρικται]] NT разверзлась бездна;<br /><b class="num">2)</b> [[упирать]] ([[κάρη]] οὐρανῷ Hom.): σ. αὐτὸ [[αὑτό]] Arst. опираться на самого себя; στηρίζεσθαι [[πόδα]] ἐπὶ γαίης Anth. упираться ногой в землю; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο Hom. беда следовала по пятам за бедой; στηρίζεσθαι κίοσιν πρὸς οὐρανόν Hes. опираться на вздымающиеся до неба колонны; τὸ [[πρόσωπον]] [[αὑτοῦ]] στηρίξαι NT возыметь желание, решить; σ. σχολᾷ Soph. пребывать в бездействии;<br /><b class="num">3)</b> [[устремляться]], [[подниматься]]: ([[ἐλάτη]]) ὀρθὴ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο Eur. сосна, выпрямившись, поднялась к небу; κῦμ᾽ οὐρανῷ στηρίζον Eur. вздымающаяся к небу волна; [[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ὁ [[πόνος]]) Thuc. когда болезнь достигла сердца;<br /><b class="num">4)</b> [[останавливаться]], [[задерживаться]]: σ. παυσαμένης τῆς πορείας Plut. (ученые говорят, что планеты), прекращая (свое) движение, приостанавливаются;<br /><b class="num">5)</b> [[укреплять]] (духовно), ободрять (τινά NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στηρίζω:''' αόρ. αʹ <i>ἐστήριξα</i>, Επικ. <i>στήριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐστήρισα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐστηριξάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστηρίχθην</i>· παρακ. <i>ἐστήριγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐστήρικτο</i> ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[σταθεροποιώ]], [[υποστηρίζω]], [[στερεώνω]], [[τοποθετώ]], [[καθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε</i>, έστησε στέρεα την [[πέτρα]] στο [[έδαφος]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]] για τον εαυτό μου, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ενισχύω]], [[στερεώνω]], [[καθιδρύω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. = Παθ., <i>στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζον, [[κύμα]] που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, [[εμφωλεύω]], [[καταλήγω]], [[απολήγω]], [[γίνομαι]] [[φανερός]] σε συγκεκριμένο [[μέλος]] του σώματος, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ [[νόσος]]), σε Θουκ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.·<br /><b class="num">1.</b> είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], [[ακλόνητος]]· <i>στηρίξασθαι</i>, [[στέκομαι]] [[σταθερά]], γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν [[ἐστήρικται]], το [[σπίτι]] υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ὅπου]] στηρίζει [[ποτέ]], [[οπουδήποτε]] μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.
|lsmtext='''στηρίζω:''' αόρ. αʹ <i>ἐστήριξα</i>, Επικ. <i>στήριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐστήρισα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐστηριξάμην</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐστηρίχθην</i>· παρακ. <i>ἐστήριγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐστήρικτο</i> ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[σταθεροποιώ]], [[υποστηρίζω]], [[στερεώνω]], [[τοποθετώ]], [[καθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λίθον κατὰ χθονὸς ἐστήριξε</i>, έστησε στέρεα την [[πέτρα]] στο [[έδαφος]], σε Ησίοδ. — Μέσ., [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]] για τον εαυτό μου, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ενισχύω]], [[στερεώνω]], [[καθιδρύω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. = Παθ., <i>στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζον, [[κύμα]] που υψώνεται ως τον ουρανό, σε Ευρ.· και μεταφ. [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ασθένειες, εγκαθίσταμαι, [[εμφωλεύω]], [[καταλήγω]], [[απολήγω]], [[γίνομαι]] [[φανερός]] σε συγκεκριμένο [[μέλος]] του σώματος, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ενν. ἡ [[νόσος]]), σε Θουκ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.·<br /><b class="num">1.</b> είμαι στέρεα τοποθετημένος, μπήγομαι, είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], [[ακλόνητος]]· <i>στηρίξασθαι</i>, [[στέκομαι]] [[σταθερά]], γερά στα πόδια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· δώματα πρὸς οὐρανὸν [[ἐστήρικται]], το [[σπίτι]] υψώνεται προς τον ουρανό στηριγμένο σε κολόνες, σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίξατο</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ὅπου]] στηρίζει [[ποτέ]], [[οπουδήποτε]] μένεις, παραμένεις, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στηρίζω [~ στερέος] aor. ἐστήριξα en ἐστήρισα, ep. στήριξα, pass. ἐστηρίχθην; perf. med. - pass. ἐστήριγμαι, inf. ἐστηρίχθαι; fut. στηρίξω en στηρίζω met acc. vastzetten, doen steunen, drukken;; ἅς τε ἐν νεφεϊ στήριξε Κρονίων (regenbogen) die de zoon van Kronos in de wolken heeft vastgezet Il. 11.28; met dat.:; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη (Eris) laat haar hoofd tegen de hemel leunen Il. 4.443; pass.. μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται tussen ons en jullie ligt er een wijde kloof ( lett. is er een wijde kloof vastgezet) NT Luc. 16.26. overdr. sterken, standvastig maken:. στήρισον τοὺς ἀδελφούς σου jij moet je broeders sterken NT Luc. 22.32. intrans., meestal med., ook act. zich vastzetten (tegen), steunen (op), (zich) drukken (tegen):; οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι maar hij kon geen stevige steun vinden voor zijn voeten Il. 21.242; vgl. act..; στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον stevige steun vinden voor zijn voeten Od. 12.434; κίοσιν... πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται (het huis van Styx) steunt met zijn zuilen tegen de hemel Hes. Th. 779; στηρίξασθαι τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς hard op zijn hiel terecht komen Hp. Fract. 11; ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ’( α ) ἐστηρίζετο (de denneboom) richtte zich rechtop recht de hemel in Eur. Ba. 1073; act..; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριζε φῶς een lichtflits zocht steun tegen de hemel en tegen de aarde (d.w.z. maakte contact met beide) Eur. Ba. 1083; overdr.. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο ramp lag gestapeld op ramp Il. 16.111; ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν wanneer (de ziekte) zich vastzette in het hart Thuc. 2.49.3; εἰ … πρός … τὸ ὀστέον καὶ ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος als het projectiel zich heeft vastgezet tegen het bot en (is doorgedrongen) tot in het bot Hp. VC 12.
}}
{{elru
|elrutext='''στηρίζω:''' (aor. ἐστήριξα - поздн. ἐστήρισα; pass.: pf. ἐστήριγμαι, ppf. ἐστηρίγμην)<br /><b class="num">1)</b> [[укреплять]], [[утверждать]], [[устанавливать]] (λίθον κατὰ χθονός Hes.; ἴριδας ἐν νέφεϊ Hom.): [[ἤδη]] [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο HH уж десятый месяц стоял на небе, т. е. наступил; [[χάσμα]] [[ἐστήρικται]] NT разверзлась бездна;<br /><b class="num">2)</b> [[упирать]] ([[κάρη]] οὐρανῷ Hom.): σ. αὐτὸ [[αὑτό]] Arst. опираться на самого себя; στηρίζεσθαι [[πόδα]] ἐπὶ γαίης Anth. упираться ногой в землю; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο Hom. беда следовала по пятам за бедой; στηρίζεσθαι κίοσιν πρὸς οὐρανόν Hes. опираться на вздымающиеся до неба колонны; τὸ [[πρόσωπον]] [[αὑτοῦ]] στηρίξαι NT возыметь желание, решить; σ. σχολᾷ Soph. пребывать в бездействии;<br /><b class="num">3)</b> [[устремляться]], [[подниматься]]: ([[ἐλάτη]]) ὀρθὴ ἐς ὀρθὸν αἰθέρ᾽ ἐστηρίζετο Eur. сосна, выпрямившись, поднялась к небу; κῦμ᾽ οὐρανῷ στηρίζον Eur. вздымающаяся к небу волна; [[ὁπότε]] ἐς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ὁ [[πόνος]]) Thuc. когда болезнь достигла сердца;<br /><b class="num">4)</b> [[останавливаться]], [[задерживаться]]: σ. παυσαμένης τῆς πορείας Plut. (ученые говорят, что планеты), прекращая (свое) движение, приостанавливаются;<br /><b class="num">5)</b> [[укреплять]] (духовно), ободрять (τινά NT).
}}
}}
{{etym
{{etym