Anonymous

σύκινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> de figuier ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mou comme du bois de figuier;<br /><b>2</b> perfide, traître;<br /><b>II.</b> préparé avec des figues (vin).<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> de figuier ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mou comme du bois de figuier;<br /><b>2</b> perfide, traître;<br /><b>II.</b> préparé avec des figues (vin).<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύκινος -η -ον [σῦκον] van de vijgenboom, van vijgenhout:. σ. ξύλον stuk vijgenhout. overdr. waardeloos, zwak, rot.
}}
{{elru
|elrutext='''σύκῐνος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[из фигового дерева]], [[смоковничный]] ([[κλῳός]] Arph.; [[τορύνη]] Plat.; φύλλα Arst.): καπνὸς ξύλου συκίνου Arph. дым от смоковничных дров, т. е. очень едкий;<br /><b class="num">2)</b> (ввиду губчатости и непригодности фиговой древесины), [[негодный]], [[дрянной]], ([[ἄνδρες]] Theocr.; [[σύζυγος]] Arph.): ἡ συκίνη [[γνώμη]] Luc. тупоумие;<br /><b class="num">3)</b> [[приготовленный из фиг]] ([[πόμα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύκῐνος:''' -η, -ον ([[συκῆ]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο [[συκιά]], σύκινον [[ξύλον]], [[κορμός]], [[ξύλο]] συκιάς, σε Αριστοφ.· το [[ξύλο]] της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile [[lignum]], σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου·<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σύκινοι [[ἄνδρες]], άχρηστοι άντρες, σε [[τίποτε]] καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη [[σύζυγος]], άπιστη, [[σύζυγος]] που απατά τον άντρα της· [[λογοπαίγνιο]] στη [[λέξη]] [[συκοφαντικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σύκῐνος:''' -η, -ον ([[συκῆ]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο [[συκιά]], σύκινον [[ξύλον]], [[κορμός]], [[ξύλο]] συκιάς, σε Αριστοφ.· το [[ξύλο]] της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile [[lignum]], σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου·<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σύκινοι [[ἄνδρες]], άχρηστοι άντρες, σε [[τίποτε]] καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη [[σύζυγος]], άπιστη, [[σύζυγος]] που απατά τον άντρα της· [[λογοπαίγνιο]] στη [[λέξη]] [[συκοφαντικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύκινος -η -ον [σῦκον] van de vijgenboom, van vijgenhout:. σ. ξύλον stuk vijgenhout. overdr. waardeloos, zwak, rot.
}}
{{elru
|elrutext='''σύκῐνος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[из фигового дерева]], [[смоковничный]] ([[κλῳός]] Arph.; [[τορύνη]] Plat.; φύλλα Arst.): καπνὸς ξύλου συκίνου Arph. дым от смоковничных дров, т. е. очень едкий;<br /><b class="num">2)</b> (ввиду губчатости и непригодности фиговой древесины), [[негодный]], [[дрянной]], ([[ἄνδρες]] Theocr.; [[σύζυγος]] Arph.): ἡ συκίνη [[γνώμη]] Luc. тупоумие;<br /><b class="num">3)</b> [[приготовленный из фиг]] ([[πόμα]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj