Anonymous

σκάλοψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l'animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l'animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
}}
{{elru
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>έπ</i>-<i>οψ</i>)].
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>έπ</i>-<i>οψ</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
}}
{{elru
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym