Anonymous

σπαρτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> semé, ensemencé ; <i>fig.</i> engendré;<br /><b>2</b> disséminé, dispersé ; [[οἱ]] Σπαρτοί <i>propr.</i> les hommes semés <i>ou</i> nés des dents du dragon de Cadmos, <i>càd</i> les Thébains.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> semé, ensemencé ; <i>fig.</i> engendré;<br /><b>2</b> disséminé, dispersé ; [[οἱ]] Σπαρτοί <i>propr.</i> les hommes semés <i>ou</i> nés des dents du dragon de Cadmos, <i>càd</i> les Thébains.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπαρτός -ή -όν [σπείρω] ook f. σπαρτός Eur. Suppl. 578 gezaaid; subst. plur. οἱ Σπαρτοί de gezaaiden (d.w.z. de mensen die waren ontsproten aan de door Cadmus gezaaide drakentanden; ook hun nakomelingen, de Thebanen);; σπαρτῶν ὑπ’ ἀνδρῶν door de gezaaide mannen Soph. OC 1534; uitbr.. λόγχη σπαρτός de speer van de gezaaide mannen Eur. Suppl. 578. verwekt, voortgebracht:. ὁμοῖαι … οὐδενὶ σπαρτῶν γένει jullie lijken op geen enkele soort van uit zaad voortgekomen wezens Aeschl. Eum. 410.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαρτός:''' 3, редко 2 [adj. verb. к [[σπείρω]]<br /><b class="num">1)</b> посеянный, т. е. выросший из земли: οἱ σπαρτοί Plat. сыны земли; σπαρτῶν [[γένος]] Aesch. род человеческий;<br /><b class="num">2)</b> (см. [[Σπαρτός]]) принадлежащий потомкам «[[посеянных]]», т. е. фиванский ([[λόγχη]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[рассеченный на куски]], [[разбросанный]] ([[σῶμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπαρτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν [[γένος]], «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο [[γένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στη Θήβα, <i>Σπαρτοί</i>, <i>οἱ</i>, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]], οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], το θηβαϊκό [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> διασκορπισμένος, λέγεται για τα [[μέλη]] ενός πτώματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''σπαρτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν [[γένος]], «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο [[γένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στη Θήβα, <i>Σπαρτοί</i>, <i>οἱ</i>, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]], οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], το θηβαϊκό [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> διασκορπισμένος, λέγεται για τα [[μέλη]] ενός πτώματος, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπαρτός -ή -όν [σπείρω] ook f. σπαρτός Eur. Suppl. 578 gezaaid; subst. plur. οἱ Σπαρτοί de gezaaiden (d.w.z. de mensen die waren ontsproten aan de door Cadmus gezaaide drakentanden; ook hun nakomelingen, de Thebanen);; σπαρτῶν ὑπ’ ἀνδρῶν door de gezaaide mannen Soph. OC 1534; uitbr.. λόγχη σπαρτός de speer van de gezaaide mannen Eur. Suppl. 578. verwekt, voortgebracht:. ὁμοῖαι … οὐδενὶ σπαρτῶν γένει jullie lijken op geen enkele soort van uit zaad voortgekomen wezens Aeschl. Eum. 410.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαρτός:''' 3, редко 2 [adj. verb. к [[σπείρω]]<br /><b class="num">1)</b> посеянный, т. е. выросший из земли: οἱ σπαρτοί Plat. сыны земли; σπαρτῶν [[γένος]] Aesch. род человеческий;<br /><b class="num">2)</b> (см. [[Σπαρτός]]) принадлежащий потомкам «[[посеянных]]», т. е. фиванский ([[λόγχη]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[рассеченный на куски]], [[разбросанный]] ([[σῶμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj