Anonymous

πτύξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=πτυχός (ἡ) :<br /><i>acc. rare</i> πτύχα ; <i>plur. régul. sauf au datif (on emploie</i> πτυχαῖς <i>de</i> [[πτυχή]]);<br />ce qui se plie :<br /><b>1</b> cuir <i>ou</i> lame de métal recouvrant un bouclier;<br /><b>2</b> tablette <i>ou</i> feuillet pour écrire;<br /><b>3</b> repli <i>ou</i> anfractuosité d'une montagne <i>d'ord. au plur. ; p. ext.</i> [[αἱ]] πτύχες replis, profondeurs du ciel.<br />'''Étymologie:''' R. Πτυχ, plier ; cf. [[πτύσσω]].
|btext=πτυχός (ἡ) :<br /><i>acc. rare</i> πτύχα ; <i>plur. régul. sauf au datif (on emploie</i> πτυχαῖς <i>de</i> [[πτυχή]]);<br />ce qui se plie :<br /><b>1</b> cuir <i>ou</i> lame de métal recouvrant un bouclier;<br /><b>2</b> tablette <i>ou</i> feuillet pour écrire;<br /><b>3</b> repli <i>ou</i> anfractuosité d'une montagne <i>d'ord. au plur. ; p. ext.</i> [[αἱ]] πτύχες replis, profondeurs du ciel.<br />'''Étymologie:''' R. Πτυχ, plier ; cf. [[πτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτύξ -υχός, ἡ, post-hom. πτυχή -ῆς, ἡ [~ πτύσσω] nom. sing. komt niet voor; na Hom. nom. sing. πτυχή -ῆς plooi, vouw:; πέπλων van een jurk Eur. Suppl. 979; κατὰ σπλάγχνων πτυχάς in de plooien van de ingewanden Eur. Suppl. 212; laag:; ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onverwoestbare brons spleet dwars door zes lagen (van het schild) Il. 7.247; blaadje:; ἐν πτυχαῖς βύβλων op de gevouwen bladen van een brief Aeschl. Suppl. 947; ἐν δέλτου πτυχαῖς op een schrijftablet Eur. IA 98; overdr.. ὕμνων πτυχαί rijkgeplooide liederen Pind. O. 1.105. vallei, kloof, meestal plur.: πτύχας Οὐλύμποιο valleien van de Olympus Il. 11.77; πτυχαὶ οὐρανοῦ de diepten van de hemel Eur. Phoen. 84.
}}
{{elru
|elrutext='''πτύξ:''' πτῠχός ἡ (только gen., dat. πτῠχί, acc. πτύχα, а в pl.: nom. πτύχες и acc. πτύχας)<br /><b class="num">1)</b> [[складка]] (πέπλων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[ущелье]], [[ложбина]] Pind., Soph.: πτύχες ἠνεμόεσσαι Hom. обдуваемые ветром ущелья;<br /><b class="num">3)</b> [[слой]], [[ряд]] ([[πέντε]] [[ἔσαν]] σάκεος πτύχες Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτύξ:''' ἡ (όχι σε ονομ., στη [[θέση]] της χρησιμ. η [[πτυχή]]), δοτ. <i>πτῠχί</i>, αιτ. <i>πτύχα</i>, πληθ. <i>πτύχες</i>, <i>πτύχας</i> ([[πτύσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πτυχή]], [[φύλλο]] από [[μέταλλο]], [[στρώμα]], [[δίπλωμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>πτύχες σάκεος</i>, στρώματα από [[μέταλλο]] ή [[δέρμα]] που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν την [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πτυχές ενδύματος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· λέγεται για τα [[εντόσθια]] ζώου, σε Ευρ.· λέγεται για πλάκες [[γραφής]] (πρβλ. [[πτυκτός]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., για πλευρές βουνού (που από [[μακριά]] φαίνεται να έχει πτυχές), [[χαραμάδα]], [[φαράγγι]], [[λαγκάδι]], [[γκρεμός]], χαράδα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, επίσης, λέγεται για τον ουρανό με τις πτυχές που σχηματίζουν τα σύννεφα, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ὕμνων πτυχαί</i>, για τις ποικίλες μορφές και στροφές της ποίησης, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πτύξ:''' ἡ (όχι σε ονομ., στη [[θέση]] της χρησιμ. η [[πτυχή]]), δοτ. <i>πτῠχί</i>, αιτ. <i>πτύχα</i>, πληθ. <i>πτύχες</i>, <i>πτύχας</i> ([[πτύσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πτυχή]], [[φύλλο]] από [[μέταλλο]], [[στρώμα]], [[δίπλωμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>πτύχες σάκεος</i>, στρώματα από [[μέταλλο]] ή [[δέρμα]] που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν την [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πτυχές ενδύματος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· λέγεται για τα [[εντόσθια]] ζώου, σε Ευρ.· λέγεται για πλάκες [[γραφής]] (πρβλ. [[πτυκτός]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., για πλευρές βουνού (που από [[μακριά]] φαίνεται να έχει πτυχές), [[χαραμάδα]], [[φαράγγι]], [[λαγκάδι]], [[γκρεμός]], χαράδα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, επίσης, λέγεται για τον ουρανό με τις πτυχές που σχηματίζουν τα σύννεφα, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ὕμνων πτυχαί</i>, για τις ποικίλες μορφές και στροφές της ποίησης, σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πτύξ -υχός, ἡ, post-hom. πτυχή -ῆς, ἡ [~ πτύσσω] nom. sing. komt niet voor; na Hom. nom. sing. πτυχή -ῆς plooi, vouw:; πέπλων van een jurk Eur. Suppl. 979; κατὰ σπλάγχνων πτυχάς in de plooien van de ingewanden Eur. Suppl. 212; laag:; ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onverwoestbare brons spleet dwars door zes lagen (van het schild) Il. 7.247; blaadje:; ἐν πτυχαῖς βύβλων op de gevouwen bladen van een brief Aeschl. Suppl. 947; ἐν δέλτου πτυχαῖς op een schrijftablet Eur. IA 98; overdr.. ὕμνων πτυχαί rijkgeplooide liederen Pind. O. 1.105. vallei, kloof, meestal plur.: πτύχας Οὐλύμποιο valleien van de Olympus Il. 11.77; πτυχαὶ οὐρανοῦ de diepten van de hemel Eur. Phoen. 84.
}}
{{elru
|elrutext='''πτύξ:''' πτῠχός ἡ (только gen., dat. πτῠχί, acc. πτύχα, а в pl.: nom. πτύχες и acc. πτύχας)<br /><b class="num">1)</b> [[складка]] (πέπλων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[ущелье]], [[ложбина]] Pind., Soph.: πτύχες ἠνεμόεσσαι Hom. обдуваемые ветром ущелья;<br /><b class="num">3)</b> [[слой]], [[ряд]] ([[πέντε]] [[ἔσαν]] σάκεος πτύχες Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[not in nom., [[πτυχή]] [[being]] used [[instead]] [[πτύσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fold]], [[leaf]], [[plate]], [[mostly]] in plural, πτύχες σάκεος plates of [[metal]] or [[leather]] used to [[form]] a [[shield]], Il.: the folds of a [[garment]], Hhymn., Eur.; of the [[entrails]], Eur.:—of [[writing]] tablets (cf. πτυκτόσ), Trag.<br /><b class="num">II.</b> in plural of the sides of a [[hill]] ([[which]] viewed from a [[distance]] appears to be in folds), a [[cleft]], [[glen]], corrie, combe, Hom., etc.; also in sg., Il., Soph.:—so also of the sky with its [[cloud]]-clefts, Eur.:—metaph., ὕμνων πτυχαί [[varied]] turns of [[poesy]], Pind.
|mdlsjtxt=[not in nom., [[πτυχή]] [[being]] used [[instead]] [[πτύσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fold]], [[leaf]], [[plate]], [[mostly]] in plural, πτύχες σάκεος plates of [[metal]] or [[leather]] used to [[form]] a [[shield]], Il.: the folds of a [[garment]], Hhymn., Eur.; of the [[entrails]], Eur.:—of [[writing]] tablets (cf. πτυκτόσ), Trag.<br /><b class="num">II.</b> in plural of the sides of a [[hill]] ([[which]] viewed from a [[distance]] appears to be in folds), a [[cleft]], [[glen]], corrie, combe, Hom., etc.; also in sg., Il., Soph.:—so also of the sky with its [[cloud]]-clefts, Eur.:—metaph., ὕμνων πτυχαί [[varied]] turns of [[poesy]], Pind.
}}
}}