Anonymous

σύνδουλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />compagnon d'esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοῦλος]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />compagnon d'esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοῦλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύνδουλος, ὁ, ἡ, f. ook συνδούλη -ης, Att. ook ξύνδουλος [συν, δοῦλος] mede-slaaf of -slavin.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδουλος:''' ὁ и ἡ товарищ (подруга) по рабству Her., Eur., Arph., Arst., NT или по труду NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύνδουλος, ὁ, ἡ, f. ook συνδούλη -ης, Att. ook ξύνδουλος [συν, δοῦλος] mede-slaaf of -slavin.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδουλος:''' ὁ и ἡ товарищ (подруга) по рабству Her., Eur., Arph., Arst., NT или по труду NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj