3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]]. | |btext=ή, όν :<br />secourable : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βοηθητικός]] -ή -όν [[βοηθέω]] behulpzaam; met dat..; β. τοῖς πένησι de armen behulpzaam Plut. Sol. 29.2; met [[πρός]] + acc.. πρὸς [[τὰς]] μικρὰς ἀδικίας [[βοηθητικός]] helpend tegen kleine vergrijpen Aristot. Pol. 1267a16. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοηθητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[готовый оказать помощь]] (ἔν τινι Arst.; τοῖς πένησι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[несущий помощь]], [[действенный]] (πρὸς τὰς καλὰς πράξεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[защищающий]], [[ограждающий]], [[предохраняющий]] (πρὸς τὰς ἀδικίας Arst.; πρὸς τὴν κολακείαν Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[βοηθητικός]], -ή, -όν) [[βοηθώ]]<br />[[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να βοηθήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[βοηθητικός]]<br />ο [[στρατιώτης]] που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους [[αλλά]] εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. <i>έχω</i> γράψει, [[είμαι]] [[γραμμένος]]). | ||
}} | }} |