Anonymous

γευστός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on peut goûter.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γευστός]] -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.
}}
{{elru
|elrutext='''γευστός:''' [[имеющий вкус или ощущаемый на вкус]] (γ. καὶ [[ἄγευστος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
|mltxt=[[γευστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γευστός]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε από το σύνθετο [[άγευστος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''γευστός:''' [[имеющий вкус или ощущаемый на вкус]] (γ. καὶ [[ἄγευστος]] Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[γευστός]] -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.
}}
}}