Anonymous

κοινωφελής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινωφελής:''' [[общеполезный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[κοινοφιλής]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κοινωφελής]], -ές)<br />αυτός που ωφελεί την [[κοινωνία]], αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό [[σύνολο]] («κοινωφελή ιδρύματα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινωφελώς</i> (AM κοινωφελῶς)<br />με τρόπο που ωφελεί την [[κοινωνία]], [[κατά]] τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), [[πρβλ]]. [[επωφελής]], [[ψυχωφελής]]. Το -<i>ω</i>- [[κατά]] τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί [[πλέον]] και στο παρ. του [[ὄφελος]], <i>ὠφελῶ</i>, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα -<i>ωφελής</i>, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. [[ωφέλεια]], [[ωφελήσιμος]], [[ωφέλιμος]]].
|mltxt=-ές (AM [[κοινωφελής]], -ές)<br />αυτός που ωφελεί την [[κοινωνία]], αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό [[σύνολο]] («κοινωφελή ιδρύματα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινωφελώς</i> (AM κοινωφελῶς)<br />με τρόπο που ωφελεί την [[κοινωνία]], [[κατά]] τρόπο ωφέλιμο στο κοινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]), [[πρβλ]]. [[επωφελής]], [[ψυχωφελής]]. Το -<i>ω</i>- [[κατά]] τον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει. Διατηρήθηκε επί [[πλέον]] και στο παρ. του [[ὄφελος]], <i>ὠφελῶ</i>, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα -<i>ωφελής</i>, και από αυτό πέρασε στα μεταρρημ. παρ. [[ωφέλεια]], [[ωφελήσιμος]], [[ωφέλιμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινωφελής:''' [[общеполезный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[κοινοφιλής]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κοινωφελής -ές [κοινός, ὠφελέω] in het algemeen belang.
}}
}}