Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρωνυχία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l'ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]].
|btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l'ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνῠχία:''' ἡ [[заусеница]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] της πτυχής που περιβάλλει το [[νύχι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], το [[αφέψημα]] του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. [[καλαγκάθι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[παρωνύχιο]], η [[πτυχή]] [[γύρω]] από το [[νύχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] της πτυχής που περιβάλλει το [[νύχι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], το [[αφέψημα]] του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. [[καλαγκάθι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[παρωνύχιο]], η [[πτυχή]] [[γύρω]] από το [[νύχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνῠχία:''' ἡ [[заусеница]] Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.
}}
}}