Anonymous

πολυφαγία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gourmandise, voracité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φαγεῖν]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gourmandise, voracité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ [[прожорливость]] Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[ιδιότητα]] του πολυφάγου, το να τρώει [[κανείς]] πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> υπερβολική [[επιθυμία]] για [[λήψη]] τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την [[αίσθηση]] κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει [[σχέση]] με το [[περιβάλλον]] και την κληρονομική [[προδιάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολύφαγος</i>. <i>Ο</i> τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>polyphagie</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[ιδιότητα]] του πολυφάγου, το να τρώει [[κανείς]] πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> υπερβολική [[επιθυμία]] για [[λήψη]] τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την [[αίσθηση]] κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει [[σχέση]] με το [[περιβάλλον]] και την κληρονομική [[προδιάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολύφαγος</i>. <i>Ο</i> τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>polyphagie</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφᾰγία:''' ἡ [[прожорливость]] Arst., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.
}}
}}