Anonymous

κεστρεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]].
|btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεστρεύς -έως, ὁ [κεντέω] harder (soort vis).
}}
{{elru
|elrutext='''κεστρεύς:''' έως ὁ Arph., Arst., Plut. = [[κέστρα]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεστρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]], αλλ. [[νῆστις]], [[επειδή]] είχε [[πάντοτε]] το [[στομάχι]] [[κενό]] («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] διαρκώς πεινασμένου ατόμου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρα]], που δήλωνε [[επίσης]] ένα [[είδος]] ψαριών].
|mltxt=[[κεστρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]], αλλ. [[νῆστις]], [[επειδή]] είχε [[πάντοτε]] το [[στομάχι]] [[κενό]] («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] διαρκώς πεινασμένου ατόμου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρα]], που δήλωνε [[επίσης]] ένα [[είδος]] ψαριών].
}}
{{elru
|elrutext='''κεστρεύς:''' έως ὁ Arph., Arst., Plut. = [[κέστρα]] 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κεστρεύς -έως, ὁ [κεντέω] harder (soort vis).
}}
}}