Anonymous

σκηνικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de théâtre, scénique.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]].
|btext=ή, όν :<br />de théâtre, scénique.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκηνικός -ή -όν [σκηνή] behorend tot het toneel; subst. overdr. οἱ σκηνικοί ‘toneelspelers', aanstellers. Plut. Oth. 6.2.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνικός:''' <b class="num">II</b> ὁ актер Plut.<br />сценический, театральный ([[μουσική]] Plut.): ὁ σ. [[φιλόσοφος]] Sext. = [[Εὐριπίδης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκηνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σκηνή]] θεάτρου, [[θεατρικός]] («σκηνικό [[έργο]]» — θεατρικό [[έργο]], όπως [[είναι]] η [[τραγωδία]] και η [[κωμωδία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκηνικοί αγώνες»<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη [[φορά]] από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκηνικά</i><br />το [[σύνολο]] τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. [[σκηνικός]] [[διάκοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκηνικό</i><br /><b>μτφ.</b> το [[περιβάλλον]] όπου εκτυλίσσεται ένα [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκηνική</i><br />η [[ηθοποιός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σκηνικός]]<br />ο [[υποκριτής]], ο [[ηθοποιός]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[μέλος]] του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηνικὸς [[φιλόσοφος]]» — λεγόταν για τον Ευριπίδη [[επειδή]] φιλοσοφούσε στα έργα του <b>Αθήν.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκηνικῶς</i> ΜΑ<br />με σκηνικό τρόπο, θεατρικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[σκηνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σκηνή]] θεάτρου, [[θεατρικός]] («σκηνικό [[έργο]]» — θεατρικό [[έργο]], όπως [[είναι]] η [[τραγωδία]] και η [[κωμωδία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκηνικοί αγώνες»<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη [[φορά]] από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκηνικά</i><br />το [[σύνολο]] τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. [[σκηνικός]] [[διάκοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκηνικό</i><br /><b>μτφ.</b> το [[περιβάλλον]] όπου εκτυλίσσεται ένα [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκηνική</i><br />η [[ηθοποιός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σκηνικός]]<br />ο [[υποκριτής]], ο [[ηθοποιός]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[μέλος]] του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηνικὸς [[φιλόσοφος]]» — λεγόταν για τον Ευριπίδη [[επειδή]] φιλοσοφούσε στα έργα του <b>Αθήν.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκηνικῶς</i> ΜΑ<br />με σκηνικό τρόπο, θεατρικά.
}}
{{elru
|elrutext='''σκηνικός:''' <b class="num">II</b> ὁ актер Plut.<br />сценический, театральный ([[μουσική]] Plut.): ὁ σ. [[φιλόσοφος]] Sext. = [[Εὐριπίδης]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκηνικός -ή -όν [σκηνή] behorend tot het toneel; subst. overdr. οἱ σκηνικοί ‘toneelspelers', aanstellers. Plut. Oth. 6.2.
}}
}}