3,270,791
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut tourner : μηχαναὶ περίακτοι PLUT mécanisme qu’on fait pivoter sur la scène;<br /><b>2</b> qui circule de tous côtés <i>en parl. de propos, de bruits, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περιάγω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut tourner : μηχαναὶ περίακτοι PLUT mécanisme qu’on fait pivoter sur la scène;<br /><b>2</b> qui circule de tous côtés <i>en parl. de propos, de bruits, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περιάγω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίακτος -ον [περιάγω] overal rondgebracht; subst. τὸ περίακτον het bekende praatje. Plut. Sull. 41.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίακτος:''' [adj. verb. к [[περιάγω]] поворачиваемый кругом, вращающийся ([[ἄντλημα]] Plut.): μηχανὴ ἀπὸ σκηνῆς π. Plut. вращающаяся сцена. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίακτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιάγω]]<br />αυτός που μπορεί να περιστραφεί [[γύρω]] από ένα [[κέντρο]] ή από έναν άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ περίακτοι</i><br />[[είδος]] μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για [[αλλαγή]] τών σκηνικών στο αρχαίο [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίακτον</i><br />[[έπαινος]] ο [[οποίος]] κατέληξε σε [[αποδοκιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περίακτα μηχανήματα» — πολεμικές μηχανές οι οποίες κινούνταν περιστροφικά για [[εξακόντιση]] βλημάτων<br />β) «περίακται μηχαναί» — ειδικά μηχανήματα για [[αλλαγή]] του βασικού στο αρχαίο [[θέατρο]]<br />γ) «περίακτα ἀντλήματα» — τροχοειδεὶς αντλίες<br />δ) «[[περίακτος]] [[ὁδός]]» — [[ελικοειδής]] [[οδός]]. | |mltxt=-η, -ο / [[περίακτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιάγω]]<br />αυτός που μπορεί να περιστραφεί [[γύρω]] από ένα [[κέντρο]] ή από έναν άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ περίακτοι</i><br />[[είδος]] μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για [[αλλαγή]] τών σκηνικών στο αρχαίο [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίακτον</i><br />[[έπαινος]] ο [[οποίος]] κατέληξε σε [[αποδοκιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περίακτα μηχανήματα» — πολεμικές μηχανές οι οποίες κινούνταν περιστροφικά για [[εξακόντιση]] βλημάτων<br />β) «περίακται μηχαναί» — ειδικά μηχανήματα για [[αλλαγή]] του βασικού στο αρχαίο [[θέατρο]]<br />γ) «περίακτα ἀντλήματα» — τροχοειδεὶς αντλίες<br />δ) «[[περίακτος]] [[ὁδός]]» — [[ελικοειδής]] [[οδός]]. | ||
}} | }} |