Anonymous

πρωτογενής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />premier-né, le plus ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[γένος]].
|btext=ής, ές :<br />premier-né, le plus ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[γένος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτογενής -ές [πρῶτος, γένος] eerstgeboren, oudst.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτογενής:''' [[перворожденный]], [[старейший]], [[древнейший]], [[первичный]] (τὸ [[κτῆμα]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτότοκος]]<br /><b>2.</b> ο [[αρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο πρώτο [[στάδιο]] μιας εξελικτικής διαδικασίας (α. «[[πρωτογενής]] [[εργασία]]» β. «[[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]»)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> (για [[πέτρωμα]] ή [[ορυκτό]]) αυτός που διατηρεί την αρχική του [[σύσταση]] και δεν έχει υποστεί [[καμιά]] [[εξαλλοίωση]] [[μετά]] τον σχηματισμό του<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν εξελίχθηκε, δεν προάχθηκε σε πολιτισμό, ο [[πρωτόγονος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]» — <b>βλ.</b> [[παραγωγή]]<br />β) «πρωτογενή [[αγαθά]]»<br /><b>(οικον.)</b> οι συντελεστές της παραγωγής, δηλ. το [[έδαφος]], η [[εργασία]] και το αποταμιευτικό [[κεφάλαιο]], με τον συνδυασμό τών οποίων παράγονται τα άλλα [[αγαθά]]<br />γ) «[[πρωτογενής]] [[οικονομία]]»<br /><b>(οικον.)</b> i) η πρώτη [[μορφή]] μη εγχρήματης οικονομίας, όπου επικρατούσε η [[συναλλαγή]] πράγματος με [[πράγμα]], δηλ. ο [[αντιπραγματισμός]]<br />ii) η [[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]<br />δ) «πρωτογενές [[ξύλωμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[ξύλωμα]] του πρωτογενούς σώματος του φυτού, που προέρχεται από τη [[διαφοροποίηση]] κυττάρων τα οποία παράγονται από το [[προκάμβιο]]<br />ε) «πρωτογενές [[σώμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του φυτικού σώματος που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό τών κυττάρων στα επάκρια μεριστώματα<br />στ) «πρωτογενή μεριστώματα»<br /><b>βοτ.</b> επάκρια μεριστώματα που βρίσκονται στις κορυφές τών οργάνων τών σπερματοφύτων όπου διαμορφώνονται σε ευδιάκριτες ζώνες διαφοροποίησης και τα οποία παράγουν τους πρωτογενείς ιστούς του βλαστού, δημιουργούν τις απαρχές τών οργάνων, [[κυρίως]] τα κλαδιά και τα φύλλα, [[κατά]] έναν γενετικά προσδιορισμένο τρόπο και συμβάλλουν στην [[κατά]] [[μήκος]] [[αύξηση]] του φυτού<br />ζ) «πρωτογενές [[φλοίωμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[φλοίωμα]] που προέρχεται από τη [[διαφοροποίηση]] κυττάρων που παράγονται από το [[προκάμβιο]] στο πρωτογενές φυτικό [[σώμα]]<br />η) «[[πρωτογενής]] [[ξενιστής]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[ξενιστής]] στον οποίο το [[παράσιτο]] ζει για μεγάλο [[μέρος]] του κύκλου ζωής του και στον οποίο ωριμάζει σεξουαλικά<br />θ) «πρωτογενή ερετικά φτερά»<br /><b>ζωολ.</b> (στα πτηνά) τα φτερά που εκφύονται απευθείας στις φτερούγες, στο [[άκρο]] και στον καρπό<br />ι) «πρωτογενές [[ωοθυλάκιο]]» — το δεύτερο [[στάδιο]] ανάπτυξης του ωοθυλακίου [[κατά]] το οποίο το [[ωοκύτταρο]] 1ης τάξεως αρχίζει να μεγεθύνεται και να περιβάλλεται από πολλές στρώσεις θυλακικών κυττάρων<br />ια) «[[πρωτογενής]] [[γεννητικός]] [[χαρακτήρας]]»<br /><b>βιολ.</b> η γονάδα [[ωοθήκη]] στα θηλυκά και ο όρχις στα αρσενικά άτομα<br />ιβ) «πρωτογενές ωάριο» — καθένα από τα ωοκύτταρα που απελευθερώνονται από τις ωοθήκες [[κατά]] τα ενεργά αναπαραγωγικά [[χρόνια]] του θηλυκού ατόμου και τα οποία υπάρχουν ήδη στον θηλυκό οργανισμό από τη [[γέννηση]] του<br />ιγ) «πρωτογενές [[σπερματοκύτταρο]]» — καθένα από τα σπερματογόνια τα οποία προορίζονται να αναπτυχθούν σε ώριμα σπερματοζωάρια<br />ιδ) «πρωτογενή λεμφοειδή όργανα»<br /><b>βιολ.</b> ο [[μυελός]] τών οστών και ο [[θύμος]] τών θηλαστικών, που παράγουν τα Β και Τ λεμφοκύτταρα αντιστοίχως, [[αλλά]] τα οποία δεν συμμετέχουν στις ανοσοαντιδράσεις<br />ιε) «[[πρωτογενής]] ανοσοαπόκριση» — η ανοσολογική [[απόκριση]] που δημιουργείται [[κατά]] την πρώτη [[επαφή]] με ένα [[αντιγόνο]]<br />ιστ) «[[πρωτογενής]] [[αύξηση]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αύξηση]] τών ριζών και τών βλαστών ενός φυτού από τη [[στιγμή]] της έναρξής της στα επάκρια μεριστώματα του εμβρύου ώς τη [[στιγμή]] που η [[επέκταση]] τους και η διαφοροποίησή τους θα ολοκληρωθεί<br />ιζ) «πρωτογενείς διαδοχές»<br /><b>βιολ.</b> [[σειρά]] διαδοχικών αλλαγών τών βιοτικών και αβιοτικών συνθηκών που συμβαίνουν στις παρθένες και νεοσχηματισμένες εκτάσεις, λ.χ. εδαφικές επιφάνειες που ελευθερώθηκαν από έναν παγετώνα ή από [[θάλασσα]], ηφαιστειακές αποθέσεις κ.λπ.<br />ιη) «[[πρωτογενής]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτικός]] [[ιστός]] που σχηματίζεται από κύτταρα που προέρχονται από τα πρωτογενή μεριστώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανάρχαιος]], παλαιότατος<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Τύχης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτογενώς</i> Ν<br />σε πρώτο [[στάδιο]], σε πρώτη [[φάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοινο</i>-<i>γενής</i>, [[ομογενής]]].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτότοκος]]<br /><b>2.</b> ο [[αρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο πρώτο [[στάδιο]] μιας εξελικτικής διαδικασίας (α. «[[πρωτογενής]] [[εργασία]]» β. «[[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]»)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> (για [[πέτρωμα]] ή [[ορυκτό]]) αυτός που διατηρεί την αρχική του [[σύσταση]] και δεν έχει υποστεί [[καμιά]] [[εξαλλοίωση]] [[μετά]] τον σχηματισμό του<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν εξελίχθηκε, δεν προάχθηκε σε πολιτισμό, ο [[πρωτόγονος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]» — <b>βλ.</b> [[παραγωγή]]<br />β) «πρωτογενή [[αγαθά]]»<br /><b>(οικον.)</b> οι συντελεστές της παραγωγής, δηλ. το [[έδαφος]], η [[εργασία]] και το αποταμιευτικό [[κεφάλαιο]], με τον συνδυασμό τών οποίων παράγονται τα άλλα [[αγαθά]]<br />γ) «[[πρωτογενής]] [[οικονομία]]»<br /><b>(οικον.)</b> i) η πρώτη [[μορφή]] μη εγχρήματης οικονομίας, όπου επικρατούσε η [[συναλλαγή]] πράγματος με [[πράγμα]], δηλ. ο [[αντιπραγματισμός]]<br />ii) η [[πρωτογενής]] [[παραγωγή]]<br />δ) «πρωτογενές [[ξύλωμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[ξύλωμα]] του πρωτογενούς σώματος του φυτού, που προέρχεται από τη [[διαφοροποίηση]] κυττάρων τα οποία παράγονται από το [[προκάμβιο]]<br />ε) «πρωτογενές [[σώμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του φυτικού σώματος που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό τών κυττάρων στα επάκρια μεριστώματα<br />στ) «πρωτογενή μεριστώματα»<br /><b>βοτ.</b> επάκρια μεριστώματα που βρίσκονται στις κορυφές τών οργάνων τών σπερματοφύτων όπου διαμορφώνονται σε ευδιάκριτες ζώνες διαφοροποίησης και τα οποία παράγουν τους πρωτογενείς ιστούς του βλαστού, δημιουργούν τις απαρχές τών οργάνων, [[κυρίως]] τα κλαδιά και τα φύλλα, [[κατά]] έναν γενετικά προσδιορισμένο τρόπο και συμβάλλουν στην [[κατά]] [[μήκος]] [[αύξηση]] του φυτού<br />ζ) «πρωτογενές [[φλοίωμα]]»<br /><b>βοτ.</b> το [[φλοίωμα]] που προέρχεται από τη [[διαφοροποίηση]] κυττάρων που παράγονται από το [[προκάμβιο]] στο πρωτογενές φυτικό [[σώμα]]<br />η) «[[πρωτογενής]] [[ξενιστής]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[ξενιστής]] στον οποίο το [[παράσιτο]] ζει για μεγάλο [[μέρος]] του κύκλου ζωής του και στον οποίο ωριμάζει σεξουαλικά<br />θ) «πρωτογενή ερετικά φτερά»<br /><b>ζωολ.</b> (στα πτηνά) τα φτερά που εκφύονται απευθείας στις φτερούγες, στο [[άκρο]] και στον καρπό<br />ι) «πρωτογενές [[ωοθυλάκιο]]» — το δεύτερο [[στάδιο]] ανάπτυξης του ωοθυλακίου [[κατά]] το οποίο το [[ωοκύτταρο]] 1ης τάξεως αρχίζει να μεγεθύνεται και να περιβάλλεται από πολλές στρώσεις θυλακικών κυττάρων<br />ια) «[[πρωτογενής]] [[γεννητικός]] [[χαρακτήρας]]»<br /><b>βιολ.</b> η γονάδα [[ωοθήκη]] στα θηλυκά και ο όρχις στα αρσενικά άτομα<br />ιβ) «πρωτογενές ωάριο» — καθένα από τα ωοκύτταρα που απελευθερώνονται από τις ωοθήκες [[κατά]] τα ενεργά αναπαραγωγικά [[χρόνια]] του θηλυκού ατόμου και τα οποία υπάρχουν ήδη στον θηλυκό οργανισμό από τη [[γέννηση]] του<br />ιγ) «πρωτογενές [[σπερματοκύτταρο]]» — καθένα από τα σπερματογόνια τα οποία προορίζονται να αναπτυχθούν σε ώριμα σπερματοζωάρια<br />ιδ) «πρωτογενή λεμφοειδή όργανα»<br /><b>βιολ.</b> ο [[μυελός]] τών οστών και ο [[θύμος]] τών θηλαστικών, που παράγουν τα Β και Τ λεμφοκύτταρα αντιστοίχως, [[αλλά]] τα οποία δεν συμμετέχουν στις ανοσοαντιδράσεις<br />ιε) «[[πρωτογενής]] ανοσοαπόκριση» — η ανοσολογική [[απόκριση]] που δημιουργείται [[κατά]] την πρώτη [[επαφή]] με ένα [[αντιγόνο]]<br />ιστ) «[[πρωτογενής]] [[αύξηση]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αύξηση]] τών ριζών και τών βλαστών ενός φυτού από τη [[στιγμή]] της έναρξής της στα επάκρια μεριστώματα του εμβρύου ώς τη [[στιγμή]] που η [[επέκταση]] τους και η διαφοροποίησή τους θα ολοκληρωθεί<br />ιζ) «πρωτογενείς διαδοχές»<br /><b>βιολ.</b> [[σειρά]] διαδοχικών αλλαγών τών βιοτικών και αβιοτικών συνθηκών που συμβαίνουν στις παρθένες και νεοσχηματισμένες εκτάσεις, λ.χ. εδαφικές επιφάνειες που ελευθερώθηκαν από έναν παγετώνα ή από [[θάλασσα]], ηφαιστειακές αποθέσεις κ.λπ.<br />ιη) «[[πρωτογενής]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτικός]] [[ιστός]] που σχηματίζεται από κύτταρα που προέρχονται από τα πρωτογενή μεριστώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανάρχαιος]], παλαιότατος<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Τύχης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτογενώς</i> Ν<br />σε πρώτο [[στάδιο]], σε πρώτη [[φάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοινο</i>-<i>γενής</i>, [[ομογενής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτογενής:''' [[перворожденный]], [[старейший]], [[древнейший]], [[первичный]] (τὸ [[κτῆμα]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτογενής -ές [πρῶτος, γένος] eerstgeboren, oudst.
}}
}}