Anonymous

συναρμογή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />accord parfait, harmonie complète.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />accord parfait, harmonie complète.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συναρμογή -ῆς, ἡ [συναρμόζω] samenvoeging, assemblage.
}}
{{elru
|elrutext='''συναρμογή:''' ἡ [[сочетание]], [[соединение]], [[связь]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναρμογά Α [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συναρμόζω]], η [[ακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή [[μερών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στερεά]] [[εφαρμογή]], [[στερέωση]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[ενέργεια]] ή [[τρόπος]] σύνδεσης διαφόρων εξαρτημάτων ύστερα από προηγούμενη [[προσαρμογή]] τών περιοχών [[επαφής]] τους, με σκοπό τον σχηματισμό στερεού συνόλου, αλλ. [[συναρμολόγηση]], [[συνάρμοση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρμογή]] με [[επικάλυψη]]» <b>τεχνολ.</b> (σχετικά με [[μέλη]] μεταλλικών κατασκευών από μορφοσίδηρο) [[συναρμογή]] [[κατά]] την οποία τα ελάσματα, ως ενδιάμεσο συνδετικό [[στοιχείο]], εφάπτονται σε ένα [[μέρος]] της επιφάνειάς τους<br />β) «[[συναρμογή]] με [[αμφιδέτηση]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συναρμογή]] [[κατά]] την οποία τα ελάσματα εφάπτονται [[κατά]] [[πρόσωπο]] και ο [[αρμός]] τους καλύπτεται από ένα ή δύο ηλωμένα τεμάχια ελάσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γάμος]]<br /><b>2.</b> η [[συζυγία]] τών αστέρων<br /><b>3.</b> [[συνένωση]] («οἱ Πυθαγορικοὶ... τὴν μουσικήν φασιν ἐναντίων συναρμογήν», Ιάμβλ.).
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναρμογά Α [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συναρμόζω]], η [[ακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή [[μερών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στερεά]] [[εφαρμογή]], [[στερέωση]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[ενέργεια]] ή [[τρόπος]] σύνδεσης διαφόρων εξαρτημάτων ύστερα από προηγούμενη [[προσαρμογή]] τών περιοχών [[επαφής]] τους, με σκοπό τον σχηματισμό στερεού συνόλου, αλλ. [[συναρμολόγηση]], [[συνάρμοση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρμογή]] με [[επικάλυψη]]» <b>τεχνολ.</b> (σχετικά με [[μέλη]] μεταλλικών κατασκευών από μορφοσίδηρο) [[συναρμογή]] [[κατά]] την οποία τα ελάσματα, ως ενδιάμεσο συνδετικό [[στοιχείο]], εφάπτονται σε ένα [[μέρος]] της επιφάνειάς τους<br />β) «[[συναρμογή]] με [[αμφιδέτηση]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[συναρμογή]] [[κατά]] την οποία τα ελάσματα εφάπτονται [[κατά]] [[πρόσωπο]] και ο [[αρμός]] τους καλύπτεται από ένα ή δύο ηλωμένα τεμάχια ελάσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γάμος]]<br /><b>2.</b> η [[συζυγία]] τών αστέρων<br /><b>3.</b> [[συνένωση]] («οἱ Πυθαγορικοὶ... τὴν μουσικήν φασιν ἐναντίων συναρμογήν», Ιάμβλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''συναρμογή:''' ἡ [[сочетание]], [[соединение]], [[связь]] Plat., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=συναρμογή -ῆς, ἡ [συναρμόζω] samenvoeging, assemblage.
}}
}}