Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμηκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.
}}
{{elnl
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] reinigend.
}}
{{elru
|elrutext='''σμηκτικός:''' [[служащий для чистки]] (ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σμηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σμήκτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[σμήγμα]] ή με τη [[σμήξη]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική [[δύναμη]] («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σμηκτική [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> μεσόμορφη [[κατάσταση]] της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τη [[στερεά]] κρυσταλλική [[κατάσταση]] [[παρά]] [[προς]] την υγρά και στην οποία τα μόρια [[είναι]] διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα [[μεταξύ]] τους επίπεδα<br />β) «σμηκτικό [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σώμα]] που παρουσιάζει σμηκτική [[κατάσταση]]<br />γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.
|mltxt=-ή, -ό / [[σμηκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σμήκτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[σμήγμα]] ή με τη [[σμήξη]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική [[δύναμη]] («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σμηκτική [[κατάσταση]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> μεσόμορφη [[κατάσταση]] της ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τη [[στερεά]] κρυσταλλική [[κατάσταση]] [[παρά]] [[προς]] την υγρά και στην οποία τα μόρια [[είναι]] διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα [[μεταξύ]] τους επίπεδα<br />β) «σμηκτικό [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σώμα]] που παρουσιάζει σμηκτική [[κατάσταση]]<br />γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.
}}
{{elru
|elrutext='''σμηκτικός:''' [[служащий для чистки]] (ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=σμηκτικός -ή -όν [σμήχω] reinigend.
}}
}}