Anonymous

πολύμιτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μίτος]].
|btext=ος, ον :<br />tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μίτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμῐτος:''' [[пестротканный]], [[разноцветный]] (πέπλοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμιτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το [[υφάδι]] έχει κλωστές με διαφορετικό [[χρώμα]] για την [[κατασκευή]] διακοσμητικών μοτίβων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πολυμιτα</i><br />τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή [[διακόσμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμιτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το [[υφάδι]] έχει κλωστές με διαφορετικό [[χρώμα]] για την [[κατασκευή]] διακοσμητικών μοτίβων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πολυμιτα</i><br />τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή [[διακόσμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμῐτος:''' [[пестротканный]], [[разноцветный]] (πέπλοι Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.
}}
}}