Anonymous

στρέβλη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> machine pour enlever des fardeaux, cabestan;<br /><b>2</b> machine pour presser;<br /><b>3</b> instrument de torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> machine pour enlever des fardeaux, cabestan;<br /><b>2</b> machine pour presser;<br /><b>3</b> instrument de torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
{{elru
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[каток]], [[валик]]: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[винтовой пресс]] Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[каток]], [[валик]]: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[винтовой пресс]] Plut.;<br /><b class="num">4)</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
}}