Anonymous

αἰολόστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la parole équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />à la parole équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰολόστομος:''' [[многозначный]], [[двусмысленный]] ([[χρησμός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰολόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[μεταβλητός]] στη [[σημασία]], αυτός που έχει αβέβαιη [[σημασία]], λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰολόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[μεταβλητός]] στη [[σημασία]], αυτός που έχει αβέβαιη [[σημασία]], λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰολόστομος:''' [[многозначный]], [[двусмысленный]] ([[χρησμός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj