Anonymous

αὐτάρκης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, αὔταρκες;<br />qui se suffit à soi-même, qui existe <i>ou</i> subsiste par soi-même ; [[χώρα]] <i>ou</i> [[πόλις]] [[αὐτάρκης]] THC, ARSTT région <i>ou</i> cité qui se suffit à elle-même, qui n’a pas besoin d'importations, autarcique.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀρκέω]].
|btext=ης, αὔταρκες;<br />qui se suffit à soi-même, qui existe <i>ou</i> subsiste par soi-même ; [[χώρα]] <i>ou</i> [[πόλις]] [[αὐτάρκης]] THC, ARSTT région <i>ou</i> cité qui se suffit à elle-même, qui n’a pas besoin d'importations, autarcique.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀρκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτάρκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[самодовлеющий]], [[достаточно сильный или богатый]], [[не нуждающийся в посторонней помощи]], [[независимый]] ([[θεός]] Plat.; [[χώρα]] Isocr., Polyb.; τὸ [[τέλειον]] ἀγαθόν Arst.); ἡ [[πόλις]] αὐτάρκη θέσιν κειμένη Thuc. город, выгодно расположенный; [[οἰκία]] αὐταρκέστερον [[ἑνός]], [[πόλις]] δ᾽ οἰκίας Arst. семья (экономически) самостоятельнее личности, а город - семьи; αὐ. εἴς τι Plat., πρός τι Xen., Plat., Polyb., Plut. и ποιεῖν τι Xen., Dem. обладающий достаточными средствами для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[довольствующийся своим]], [[удовлетворенный]] (ὁ [[σοφός]] Arst.; ἔχων ἅλα καὶ [[δύο]] κρῖμνα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάρκης:''' -ες ([[ἀρκέω]]), [[επαρκής]] από [[μόνος]] του, αυτός που έχει αρκετά εφόδια από [[μόνος]] του, [[ανεξάρτητος]] από τους άλλους, σε Ηρόδ., Πλάτ.· νηδὺς [[αὐτάρκης]], αυτός που ενεργεί από [[μόνος]] του, σε Αισχύλ.· <i>χώρααὐτάρκης</i>, [[χώρα]] που προμηθεύει τον εαυτό της, ανεξάρτητη από εισαγωγές, σε Θουκ.· [[αὐτάρκης]] [[πρός]] τι, αρκετά [[δυνατός]] σε ένα [[πράγμα]], στον ίδ., Ξεν.· με απαρ., [[ικανός]] να κάνει ένα [[πράγμα]] για τον εαυτό του, σε Δημ.· [[αὐτάρκης]] [[βοή]], δυνατή και ρωμαλέα [[φωνή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αὐτάρκης:''' -ες ([[ἀρκέω]]), [[επαρκής]] από [[μόνος]] του, αυτός που έχει αρκετά εφόδια από [[μόνος]] του, [[ανεξάρτητος]] από τους άλλους, σε Ηρόδ., Πλάτ.· νηδὺς [[αὐτάρκης]], αυτός που ενεργεί από [[μόνος]] του, σε Αισχύλ.· <i>χώρααὐτάρκης</i>, [[χώρα]] που προμηθεύει τον εαυτό της, ανεξάρτητη από εισαγωγές, σε Θουκ.· [[αὐτάρκης]] [[πρός]] τι, αρκετά [[δυνατός]] σε ένα [[πράγμα]], στον ίδ., Ξεν.· με απαρ., [[ικανός]] να κάνει ένα [[πράγμα]] για τον εαυτό του, σε Δημ.· [[αὐτάρκης]] [[βοή]], δυνατή και ρωμαλέα [[φωνή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτάρκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[самодовлеющий]], [[достаточно сильный или богатый]], [[не нуждающийся в посторонней помощи]], [[независимый]] ([[θεός]] Plat.; [[χώρα]] Isocr., Polyb.; τὸ [[τέλειον]] ἀγαθόν Arst.); ἡ [[πόλις]] αὐτάρκη θέσιν κειμένη Thuc. город, выгодно расположенный; [[οἰκία]] αὐταρκέστερον [[ἑνός]], [[πόλις]] δ᾽ οἰκίας Arst. семья (экономически) самостоятельнее личности, а город - семьи; αὐ. εἴς τι Plat., πρός τι Xen., Plat., Polyb., Plut. и ποιεῖν τι Xen., Dem. обладающий достаточными средствами для чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[довольствующийся своим]], [[удовлетворенный]] (ὁ [[σοφός]] Arst.; ἔχων ἅλα καὶ [[δύο]] κρῖμνα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj