Anonymous

αἰχμάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pris à la guerre (<i>litt.</i> à la pointe de la lance) ; <i>subst.</i> [[οἱ]] αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; <i>subst.</i> τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;<br /><b>2</b> qui concerne un prisonnier de guerre ; [[αἰχμάλωτος]] [[εὐνή]] ESCHL couche d'une captive.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]], [[ἁλίσκομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pris à la guerre (<i>litt.</i> à la pointe de la lance) ; <i>subst.</i> [[οἱ]] αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; <i>subst.</i> τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;<br /><b>2</b> qui concerne un prisonnier de guerre ; [[αἰχμάλωτος]] [[εὐνή]] ESCHL couche d'une captive.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]], [[ἁλίσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμάλωτος:''' (ᾰλ)<br /><b class="num">1)</b> добытый в бою, т. е. взятый в плен ([[ἀνήρ]] Her.; ἡ [[Λάκαινα]] [[Ἑλένη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[захваченный в бою или на войне]] (χρήματα Aesch.; [[νῆες]] Xen.; πόλεις, [[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопряженный с пленением]] ([[δουλοσύνη]] Her.; [[εὐνή]] Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμάλωτος:''' [ᾰ]-ον<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του [[δόρατος]], αυτός που έχει συλληφθεί [[αιχμάλωτος]] σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως [[δούλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰχμάλωτον λαμβάνειν</i>, <i>ἄγειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· <i>αἰχμάλωτον [[γίγνεσθαι]]</i>, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λάφυρα]], [[λεία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[αἰχμαλωτικός]]· [[δουλοσύνη]] [[αἰχμάλωτος]], [[αιχμαλωσία]], [[δουλεία]], τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰχμάλωτος:''' [ᾰ]-ον<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του [[δόρατος]], αυτός που έχει συλληφθεί [[αιχμάλωτος]] σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως [[δούλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰχμάλωτον λαμβάνειν</i>, <i>ἄγειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· <i>αἰχμάλωτον [[γίγνεσθαι]]</i>, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λάφυρα]], [[λεία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[αἰχμαλωτικός]]· [[δουλοσύνη]] [[αἰχμάλωτος]], [[αιχμαλωσία]], [[δουλεία]], τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμάλωτος:''' (ᾰλ)<br /><b class="num">1)</b> добытый в бою, т. е. взятый в плен ([[ἀνήρ]] Her.; ἡ [[Λάκαινα]] [[Ἑλένη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[захваченный в бою или на войне]] (χρήματα Aesch.; [[νῆες]] Xen.; πόλεις, [[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопряженный с пленением]] ([[δουλοσύνη]] Her.; [[εὐνή]] Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj