Anonymous

δίαρμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />élévation (de l'âme, du style).<br />'''Étymologie:''' [[διαίρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />élévation (de l'âme, du style).<br />'''Étymologie:''' [[διαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίαρμα:''' ατος [[διαίρω]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[подъем]] ([[ὄγκος]] καὶ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[переезд]] (δ. πελάγιον, Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[δίαρμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσταση]] που ένα [[πλοίο]] διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]] από πορθμό<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[έμφαση]], ύψος<br /><b>4.</b> [[έξαρση]] ψυχική.
|mltxt=το (Α [[δίαρμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσταση]] που ένα [[πλοίο]] διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]] από πορθμό<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[έμφαση]], ύψος<br /><b>4.</b> [[έξαρση]] ψυχική.
}}
{{elru
|elrutext='''δίαρμα:''' ατος [[διαίρω]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[подъем]] ([[ὄγκος]] καὶ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[переезд]] (δ. πελάγιον, Polyb.).
}}
}}