Anonymous

δάσκιλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ ict., n. de un [[pez]] ὁ δὲ δ. (τρέφεται) τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ Arist.<i>HA</i> 591<sup>a</sup>14.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δάσκιος]], c. -λλ- de origen prob. familiar.
|dgtxt=-ου, ὁ ict., n. de un [[pez]] ὁ δὲ δ. (τρέφεται) τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ Arist.<i>HA</i> 591<sup>a</sup>14.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δάσκιος]], c. -λλ- de origen prob. familiar.
}}
{{elru
|elrutext='''δάσκιλλος:''' ὁ рыба предполож. сциена Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δάσκιλλος]])<br />[[γένος]] ακανθοπτερύγιων ψαριών<br /><b>νεοελλ.</b><br />κολεόπτερο [[έντομο]] τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[ονομασία]] ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό του -<i>λ</i>-, που συνδέεται [[μάλλον]] με το [[δάσκιος]] «[[σκιερός]]». Πρόκειται ίσως για [[ψάρι]] με σκούρο [[χρώμα]] ([[πρβλ]]. [[σκίαινα]])].
|mltxt=ο (Α [[δάσκιλλος]])<br />[[γένος]] ακανθοπτερύγιων ψαριών<br /><b>νεοελλ.</b><br />κολεόπτερο [[έντομο]] τών εύκρατων και ημιτροπικών χωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[ονομασία]] ψαριού με πιθανό αναδιπλασιασμό του -<i>λ</i>-, που συνδέεται [[μάλλον]] με το [[δάσκιος]] «[[σκιερός]]». Πρόκειται ίσως για [[ψάρι]] με σκούρο [[χρώμα]] ([[πρβλ]]. [[σκίαινα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''δάσκιλλος:''' ὁ рыба предполож. сциена Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym