Anonymous

διατακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de dirigir]], [[ordenar]] dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de ordenar]] Phld.<i>Oec</i>.17.43.<br /><b class="num">2</b> [[que distingue]], [[distintivo]] neutr. compar. como adv. -ώτερον [[de una manera más diferenciada, más elaborada]] de la gramática, S.E.<i>M</i>.1.45.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de forma ordenada]], <i>Gloss</i>.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[de manera distintiva]], [[diferenciada]] ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes <i>Or</i>.27.8, cf. Porph.<i>ad Il</i>.p.213.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de dirigir]], [[ordenar]] dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de ordenar]] Phld.<i>Oec</i>.17.43.<br /><b class="num">2</b> [[que distingue]], [[distintivo]] neutr. compar. como adv. -ώτερον [[de una manera más diferenciada, más elaborada]] de la gramática, S.E.<i>M</i>.1.45.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de forma ordenada]], <i>Gloss</i>.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[de manera distintiva]], [[diferenciada]] ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes <i>Or</i>.27.8, cf. Porph.<i>ad Il</i>.p.213.
}}
{{elru
|elrutext='''διατακτικός:''' [[отличающийся]], [[отличный]] ([[ἀπό]] τινος Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διατακτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] για [[διάταξη]], [[διευθέτηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχετίζεται με [[διάταγμα]] ή [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διατακτική</i><br />[[έγγραφο]] ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται [[άδεια]] εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διατακτικό]]<br />το δεύτερο [[μέρος]] δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.
}}
{{elru
|elrutext='''διατακτικός:''' [[отличающийся]], [[отличный]] ([[ἀπό]] τινος Sext.).
}}
}}