Anonymous

δοίδυξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
}}
{{elru
|elrutext='''δοίδυξ:''' ῡκος ὁ пест Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
}}
{{elru
|elrutext='''δοίδυξ:''' ῡκος ὁ пест Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym