3,277,309
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dogmatique, <i>càd</i> qui se fonde sur des principes.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]]. | |btext=ή, όν :<br />dogmatique, <i>càd</i> qui se fonde sur des principes.<br />'''Étymologie:''' [[δόγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δογμᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> филос. [[утверждающий возможность теоретического познания]] (αἱ φιλοσοφίαι [[τρεῖς]] εἶναι - δογματική, ἀκαδημαϊκη, σκεπτική Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[излагающий учение]] (διάλογοι Quint.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[догматик]] (философ, исходящий из достоверности человеческого познания) Sext., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δογματικός]], -ή, -όν) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που υποστηρίζει τη [[βεβαιότητα]] της γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου η [[διδασκαλία]] στηρίζεται σε [[δόγμα]] («[[δογματική]] [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντίρρηση]], που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δογματική]]<br />ο [[κλάδος]] της θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική [[διδασκαλία]] για τη χριστιανική [[πίστη]], δηλ. την [[ουσία]], τις ιδιότητες και το τριαδικόν του θεού [[καθώς]] [[επίσης]] τις σχέσεις και τις ενέργειες του θεού [[προς]] τον κόσμο και [[προς]] τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», [[διδακτικός]]<br /><b>2.</b> «[[δογματικός]] [[ιατρός]]» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα [[προς]] τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δογματικόν</i><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος που αναφέρεται στο [[δόγμα]] της Αγ. Τριάδας, της ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δογματικός]], -ή, -όν) [[δόγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> αυτός που υποστηρίζει τη [[βεβαιότητα]] της γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου η [[διδασκαλία]] στηρίζεται σε [[δόγμα]] («[[δογματική]] [[διδασκαλία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντίρρηση]], που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δογματική]]<br />ο [[κλάδος]] της θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική [[διδασκαλία]] για τη χριστιανική [[πίστη]], δηλ. την [[ουσία]], τις ιδιότητες και το τριαδικόν του θεού [[καθώς]] [[επίσης]] τις σχέσεις και τις ενέργειες του θεού [[προς]] τον κόσμο και [[προς]] τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», [[διδακτικός]]<br /><b>2.</b> «[[δογματικός]] [[ιατρός]]» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα [[προς]] τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δογματικόν</i><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος που αναφέρεται στο [[δόγμα]] της Αγ. Τριάδας, της ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»). | ||
}} | }} |