Anonymous

δοριθήρατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
|btext=ος, ον :<br />pris à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], θηράομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριθήρᾱτος:''' Eur. = [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
|mdlsjtxt=δορῐ-θήρᾱτος, ον <i>adj</i> [[θηράω]]<br />taken by the [[spear]], Eur.
}}
}}